-
1 σώοι
σῶςsafe and sound: masc nom /voc pl (attic)——————σῶςsafe and sound: masc nom /voc pl (attic) -
2 σῶοι
Βλ. λ. σώοι -
3 σῷοι
Βλ. λ. σώοι -
4 Σώοι και αβλαβείς
• Целы и невредимыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σώοι και αβλαβείς
-
5 σῶς
σῶς (A), ὁ, ἡ, σῶν, τό, defect. Adj. of which the foll. forms occur: [dialect] Att. and later Gr. nom. σῶς, σῶν, Th.8.81, D.21.126; acc.Aσῶν Th.3.34
, D.20.142; nom. pl. σῷ (written σῶ, but cf. EM742.1 )cited by Ael.Dion. Fr. 302 from Th.1.74 (where σῶοι codd.); also σοῖ Ael.Dion.l.c.; acc. pl.masc.σῶς D.5.17
, 8.16, 19.75, Luc.Phal.2.4; fem.sg.σᾶ Ar.Fr. 631
, IG14.644.15 ([place name] Bruttium), prob. in ib.22.123.8, but σῶς as fem., E.Cyc. 294, Ar.Fr. 658, Pl.Phd. 106a, Call.Aet.3.1.40; neut. pl.σᾶ E.Fr. 762
, Pl.Criti. 111c, Ath.Mitt.49.3 (Attica, iv B.C.): [dialect] Ep. nom. sg. masc. σῶς ll.22.332 (here guaranteed by the metre), 13.773, Od.5.305, 15.42, 16.131, 22.28;σόος 19.300
; acc.σῶν Il.1.117
(v.l. σόον, σάον), 17.367 (v.l. σόον); σόον 7.310
, 8.246, 16.252 (v.l. σάον); nom. sg. fem.σόη 15.497
; nom. pl. masc.σόοι 1.344
, 5.531, 15.563, Od.4.98; nom. pl. neut.σόα Il.24.382
, Od.13.364: Hdt. has nom. sg.σῶς 1.24
, al.; neut. σόον (v.l. σῶον) 2.181; pl. σόοι (v.l. σῶοι) 8.39; fem. σόαι ( σῶαι codd.) 1.66; neut. σόα (v.l. σῶα) 4.124, 6.86.ά; gen. pl. neut. σόων (v.l. σώων) 2.121.β: Hp. hasσῶον Art.53
: the stem σωο- never appears in Hom. or early poets, but is found in later poetry (nom.σῶος Max.386
; [comp] Comp.σωότερος A.R.1.918
), and in an [dialect] Att. prose Inscr., neut.σῶον IG12.59.13
, along with σῶν ib.128.6, 22.1172.14; the foll. forms from σωο- are found in [dialect] Att. and later texts:σῶος X.An.3.1.32
, Luc.Abd.5;σῶον Lys.7.17
, 20.24, Arist. Oec. 1347a24, Plu.2.786f,Sor.2.60,Aristid. 1.425 J., Lib. Or.48.3;σῶοι X.An.2.2.21
, al., D.19.57, 153,326;σώους Luc.Laps.8
, Aristid.1.426 J.;σῶα X.Cyr.7.4.13
, HG1.1.24, Arist. Ath.30.4; fem.σώα X.HG7.4.4
, D.56.37, Aristid.2.78 J.; acc.σώαν D.21.177
, Aristid.2.428 J.; gen.σώας D.19.78
, OGI214.20 (Didyma, iii B.C.): the Papyri have acc.sg.masc.σῶον PLond.2.301.13
(ii A.D.), etc., acc. pl. neut. (i B.C.), etc.: the word is rare in LXX, acc. sg. masc.σῶον 2 Ma.12.24
; nom. pl. fem. σῶαι (v.l. σῶοι) Thd. Bel 17; acc. pl. masc.σώους 3 Ma.2.7
; neut.σῶα 2 Ma.3.15
; not found in NT: acc. to Thom.Mag.p.328 R. σῶς is [dialect] Att. for σῶος, σῶν for σῶον (masc. and neut.), σῶς for σώους and σώας, but all other [dialect] Att. forms are un[var] contr. ([etym.] σῶοι, σῶα): the form σῷος is recommended by Did. ap. EM741.43, but rejected by Hdn.Gr.ib.46 (cf. Hdn.Gr.2.53), and is found in cod. Σ of D.18.49, al.;σῴην Babr.94.8
;σῷον AP6.349.6
(Phld.): the form σάος is preserved as v.l. in Il.1.117 (ap.A.D.Conj. 223.10), 16.252, and in the [comp] Comp. σαώτερος, v. σάος:—safe and sound, alive and well, of persons,ἔφης.. σῶς ἔσσεσθ' Il.22.332
;οὕνεκά οἱ σῶς ἐσσι Od.15.42
;ὅτι οἱ σῶς εἰμι 16.131
; βούλομ' ἐγὼ λαὸν σῶν (v.l. σόον, σάον)ἔμμεναι Il.1.117
, cf. 8.246;σόοι ἔμμεναι Od.4.98
;ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες Il.15.497
;σόοι εἶναι Hdt.5.96
;σῶς καὶ ὑγιής Id.4.76
, Th.3.34, Pl.Ti. 82b.II of things, safe, whole, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ (sc. τὰ κειμήλια) Il.24.382, cf. Od.13.364, Hdt.6.86.ά; οὐδέ κε φαίης ἠέλιον σῶν ἔμμεναι (v.l. σόον) Il.17.367; so ἄγαλμα.., τὸ ἔτι καὶ ἐς ἐμὲ ἦν σόον was preserved, extant, Hdt.2.181; , cf. 8.39;ποτὸν.., εῐπερ ἐστὶ σῶν S.Ph. 21
;ἔστι σῶν [θοἰμάτιον] καὶ σὐκ ἀπόλωλεν Pl.Phd. 87b
; ἡ χιὼν οὖσα σῶς καὶ ἄτηκτος ib. 106a; τὸ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον ib.e;ἔχειν τι σῶν X.An.7.6.32
; τῶν σημάντρων ἐόντων σόων intact, Hdt.2.121.β ; σῶαι αἱ σφραγῖδες; LXX Bel17; (ii A.D.);ἅ τε ἐὰν λάβῃ, σῶα συντηρήσειν καὶ ἀποδώσειν BGU1106.31
(i B.C.); of money, intact, undiminished, E.Hec. 994;τἀργύριον σῶν παρέχειν Ar.Lys. 488
, IG22.1172.14, cf. Pl.R. 333c;σῶα ἀποδιδόναι τὰ χρήματα X.Cyr.7.4.13
.2 of events, safe, sure, certain,νῦν τοι (μοι) σῶς αἰπὺς ὄλεθρος Il.13.773
, Od.5.305, 22.28. ( σάϝος, cf. Cypr. pr. n. Σαϝοκλέϝης.)------------------------------------A = βλάστησις, dub. in Hsch. s.v. σῶν. -
6 σῶς
σῶς, ὁ, seltener ἡ, Ar., σῶν, τό, defect adj., = σῶος, σάος, σόος, im nom. sing., σῶς ἐπ' οἶδμ' ἅλιον διαστείβων, Pind. frg. 242; σὺ δὲ σῶς ἴσϑι, Soph. O. C. 1212; τάχ' ἂν ἴδοις ποτὸν κρηναῖον εἴπερ ἐστὶ σῶν, Phil. 21; χρυσὸς σῶς, Eur. Hec. 994; Rhes. 525 Suppl. 643; Ar. Equ. 611 Thesm. 821 Lys. 488, Thuc. soll σῶ u. Ar. σῶες als nom. plur. gebraucht haben, u. die Gramm. führen aus Dichtern noch an σᾶ, sowohl tom. sing., als neutr. plur., wie auch bei Plat. Critia. 111 c v. l. eines mss. στεγάσματ' ἔτι σᾶ für die vulg. σῶα ist, von Bekker aufgenommen; σῶν καὶ ὑγιᾶ αὐτὸν καταστήσειν εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 3, 34; ἵνα σῶς οἴκαδε ἔλϑοι, Plat. Rep. III, 393 e; ὑπεξῄει ἂν ἡ χιὼν οὖσα σῶς, Phaed. 106 a; ὅτι ἐστὶ σῶν ϑοἰμάτιον καὶ οὐκ ἀπόλωλε, 87 b. – Auch von der gedehnten nachhomerischen Form σῶος brauchten die genauern Attiker nur den, nom. plur. masc. u. neutr. σῶοι u. σῶα, s. Thom. Mag., obgleich Xen. An. 3, 1, 32 auch σῶος, u. Luc. pro laps. 8 σώους hat; auch das ion. σόος scheint nur im nom. u. acc. sing. plur. aller drei Geschlechter gebräuchlich gewesen zu sein. – Heil, gesund, unverletzt, wohlbehalten, mit heiler Haut; bes. von Menschen, Hom., dann auch von Sachen, ganz, unversehrt, unbeschädigt, αἱ πέδαι ἔτι καὶ εἰς ἐμὲ ἦσαν σῶαι, Her. 1, 66. σῶα ἀποδιδοναι τὰ χρἠματα, Xen. Cyr. 7, 4, 13 (s. die obigen Beispiele); auch übertr., sicher, gewiß, νὸν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεϑρος. nun ist dir der Untergang gewiß, Il. 13, 773 Od. 5, 305. 22, 28. – Den comparσαώτερος. oben.
-
7 τέως
τέως, ep. u. ion. τείως, seltener τεῖος, adv., bisdahin, solange; eigtl. demonstratives Correlativum zu ἕως; Il. 20, 42 (s. am Ende die prosod. Bemerkung); ἕως ἐγὼ βίοτον συναγείρων ἠλώμην, τείως μοι ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνεν, während ich sammelte, unter der Zeit tödtete, Od. 4, 90; τέως, ἕως σαυτὸν λάϑῃς διαῤῥαγείς, Ar. Pax 32; Strab. 3, 4, 5; – andern Zeitbestimmungen entsprechend; τείως μέν – αὐτὰρ νῦν, Od. 16, 139; τέως μὲν ἐτόλμα – ἀλλ' ὅτε δή, 24, 162 ff.; φίλον τέως, νῦν δ' ἐχϑρόν, Aesch. Ch. 987; τέως μέν – νῦν δέ, Ar. Th. 449, vgl. Ran. 983; bei Her. τέως μέν – μετὰ δέ, 1, 11. 86. 94; τέως μέν – ἔπειτα δέ, 6, 83; τέως μέν, τέλος δέ, 1, 82. 2, 169; τέως μὲν ἐπιεικῶς οἷοί τε ἦσαν κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν, bis dahin, ὡς δὲ εἴδομεν, Plat. Phaed. 117 c; τέως ἐλέγοντο, πρὶν ὁρίσασϑαι ἀποϑνήσκειν, Xen. An. 2, 5, 13; τέως μέν – ἐπεὶ δέ, Cyr. 5, 3, 17; – allein, unterdessen, wo aus dem Zusammenhange der Satz mit ἕως zu ergänzen: ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον, ὄφρα τέως αὐτός τε μένω καὶ λαὸν ἐρύκω, damit ich so lange selbst bleibe, nämlich bis du bestattet hast, Il. 24, 657; τοῦτο δίδωμι ἐς γάμου ὥρην, σῇ ἀλόχῳ φορέειν, τείως δὲ φίλῃ παρὰ μητρὶ κείσϑω, Od. 15, 125 ff., vgl. 16, 170. 18, 190; Soph. Ai. 555; Eur. Heracl. 725; κἀγὼ μὲν ᾤμην οὓς τέως εὐεργέτησα δεομένους, ἕξειν φίλους, denen ich so lange Gutes gethan hatte, Ar. Plut. 834, vgl. Av. 1687 Pax 670; wie Plat. Menex. 235 c u. Andoc. 1, 81, τούτους ἐπιμελεῖσϑαι τῆς πόλεως, ἕως ἂν οἱ νόμοι τεϑεῖεν· τέως δέ, bis dahin aber, unterdessen aber; φίλοι τέως ὄντες, Isae. 1, 9; ὁ τέως χρόνος, Lys. 27, 16. 28, 3. 33, 1, bis dahin, wie Xen. An. 7, 6, 29; Pol. 2, 5, 10 u. a. Sp., wie Luc. Nigr. 4 Alex. 16; die alten Gramm. erklären πρότερον ἢ πάλαι; – es giebt auch Fälle, wo die Beziehung noch mehr zurücktritt, eine Weile, eine Zeit lang; Od. 15, 231; τέως μὲν οὖν ἐκρινόμεϑ'· εἶτα τῷ χρόνῳ κοινῇ ξυνέβημεν, Ar. Nubb. 67; Xen. An. 4, 2, 12; τέως μὲν οὖν ἠπόρει, Plat. Lys. 207 a, vgl. Lach. 183 e Rep. IV, 439 c; καταγελώμενος τέως, τότε δή, I, 330 d; – τέως ἄν c. conj., so lange wie, τέως ἂν παῖδες ὦσι, φιλοῦσι τοὺς ἄνδρας, Plat. Conv. 191 e; und so im Gesetze Dem. 24, 63. 105, vgl. 2, 21. 21, 16. – Sp. Epiker brauchten es auch für ἕως, um den Hiatus zu vermeiden, Herm. H h. Ven. 226 Cer. 66. 138; doch findet es sich so auch bei Her. 4, 165, wie Dem. 19, 326, ὅ, τέως ἦσαν Φωκεῖς σῷοι, οὐδεπώποτ' ἐποιήσαμεν; u. so auch τέως ἄν, wofür bei Dem. gew. v. l. τέως, ἕως ἄν. – [Die Messung ist wie bei ἕως im Hom. verschieden; Il. 19, 189, μιμνέτω αὖϑι τέως ἐπειγόμενός περ Ἄρηος, hat Hermann αὐτόϑι τεῖος ändern wollen; ein Schol. bemerkt, daß man hinter τέως eine kleine Pause machen müsse; Il. 20, 42, wo der Vers anfängt τέως Ἀχαιοί, und gelesen werden müßte τεῖος, haben Spitzner und Bekker nach einer v. l. der Schol. τόφρα aufgenommen. – Od. 16, 370 ist es einsylbig zu sprechen, αὐτόν· τὸν δ' ἄρα τέως μὲν ἀπήγαγεν οἴκαδε δαίμων, wie 24, 162.]
-
8 σω
-
9 τεως
1) до тех пор, дотолеτ. εως … Arph. — до тех пор, пока …;
τ. μεν …, ἀπὸ δὲ τούτου τοῦ χρόνου … Xen. — до того …, с этого же времени …;2) прежде, в то время, тогдаἐν τῷ τ. χρόνῳ Lys. — в прежнее время;
τ. μὲν …, νῦν δέ … Arph. — в то время …, ныне же …3) в это время, тем временемἕως …, τείως … Hom. — пока …, тем временем …;
μιμνέτω αὖθι τ. Hom. — пусть он тем временем останется здесь4) покаτ. ἵκωμαι HH. — пока я не приду;
τ. ἦσαν σῷοι Dem. — пока они были в безопасности -
10 σχόμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχόμενος
См. также в других словарях:
σῶοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῷοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαόμβροτος — ον, Α αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί μβροτος, τερψί μβροτος)] … Dictionary of Greek
σω — (I) σῶ, άω, Α σήθω*. κοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σήθω]. (II) έω, Ν σείω, κουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Διαλ. τ. τού ρ. σείω]. (III) σῷ, οἱ, Α (αττ. συνηρημένος τ.) σῷοι … Dictionary of Greek
Αγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυκλικός ποιητής από την Τροιζήνα (8ος αι. π.Χ.). Έγραψε, γύρω στο 700 π.Χ. το έπος Νόστοι,με θέμα τις περιπέτειες των Ελλήνων μετά την άλωση της Τροίας. Το έπος αυτό, που δεν διασώθηκε, παρουσίαζε τις ταλαιπωρίες των … Dictionary of Greek
Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… … Dictionary of Greek
Δελφίνια — Γιορτή που διοργανωνόταν στις αρχές της άνοιξης προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνα,σε όλα τα παράλια του Αιγαίου και ιδιαίτερα στην Αττική και στην Αίγινα. Η γιορτή της Αττικής διεξαγόταν την 6η ημέρα του μήνα Μουνιχιώνα (τον αντίστοιχο σημερινό… … Dictionary of Greek
Δουνκέρκη — (Dunkerque). Πόλη (70.689 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας που ανήκει στον νομό Νορ (5.742 τ. χλμ., 2.562.476 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στον πορθμό του Καλέ, στα σύνορα με το Βέλγιο. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα λιμάνια της Βόρειας θάλασσας (απ’… … Dictionary of Greek
Υδάρνης — Όνομα Περσών στρατηγών και μεγιστάνων. 1. Πέρσης στρατηγός, γιος του Υδάρνη, που ηγήθηκε 10.000 επίλεκτων Περσών που τους ονόμαζαν «αθάνατους», γιατί όταν κάποιος απ’ αυτούς πέθαινε ή σκοτωνόταν τον αντικαθιστούσαν αμέσως με άλλον. Όταν ο Ξέρξης… … Dictionary of Greek
ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)