Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σῶοι

См. также в других словарях:

  • σῶοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῷοι — σῶς safe and sound masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαόμβροτος — ον, Α αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί μβροτος, τερψί μβροτος)] …   Dictionary of Greek

  • σω — (I) σῶ, άω, Α σήθω*. κοσκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σήθω]. (II) έω, Ν σείω, κουνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < Διαλ. τ. τού ρ. σείω]. (III) σῷ, οἱ, Α (αττ. συνηρημένος τ.) σῷοι …   Dictionary of Greek

  • Αγίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κυκλικός ποιητής από την Τροιζήνα (8ος αι. π.Χ.). Έγραψε, γύρω στο 700 π.Χ. το έπος Νόστοι,με θέμα τις περιπέτειες των Ελλήνων μετά την άλωση της Τροίας. Το έπος αυτό, που δεν διασώθηκε, παρουσίαζε τις ταλαιπωρίες των …   Dictionary of Greek

  • Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… …   Dictionary of Greek

  • Δελφίνια — Γιορτή που διοργανωνόταν στις αρχές της άνοιξης προς τιμήν του Δελφινίου Απόλλωνα,σε όλα τα παράλια του Αιγαίου και ιδιαίτερα στην Αττική και στην Αίγινα. Η γιορτή της Αττικής διεξαγόταν την 6η ημέρα του μήνα Μουνιχιώνα (τον αντίστοιχο σημερινό… …   Dictionary of Greek

  • Δουνκέρκη — (Dunkerque). Πόλη (70.689 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας που ανήκει στον νομό Νορ (5.742 τ. χλμ., 2.562.476 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στον πορθμό του Καλέ, στα σύνορα με το Βέλγιο. Αποτελεί ένα από τα κυριότερα λιμάνια της Βόρειας θάλασσας (απ’… …   Dictionary of Greek

  • Υδάρνης — Όνομα Περσών στρατηγών και μεγιστάνων. 1. Πέρσης στρατηγός, γιος του Υδάρνη, που ηγήθηκε 10.000 επίλεκτων Περσών που τους ονόμαζαν «αθάνατους», γιατί όταν κάποιος απ’ αυτούς πέθαινε ή σκοτωνόταν τον αντικαθιστούσαν αμέσως με άλλον. Όταν ο Ξέρξης… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος, -η, -ο — και ακέριος, ια, ιο 1. αυτός από τον οποίο δε λείπει τίποτε, σώος, άβλαφτος: Φτάσαμε στον προορισμό μας σώοι κι ακέραιοι. 2. τίμιος, άδολος: Ξέρω πως είναι άνθρωπος ακέραιος. 3. (στην αριθμητική), «ακέραιος αριθμός» λέγεται αυτός που δείχνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»