Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σωο-

См. также в других словарях:

  • σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …   Dictionary of Greek

  • αποσώνω — κ. σώζω (AM ἀποσῴζω, Μ κ. σώνω) διατηρῶ, διαφυλάσσω μσν. νεοελλ. 1. μεταδίδω κάτι αμέσως, ανακοινώνω 2. συμπληρώνω 3. αποτελειώνω 4. οδηγώ 5. φτάνω, έρχομαι 6. καταλήγω, βρίσκω προστασία ή καταφύγιο 7. προφταίνω νεοελλ. 1. ξοδεύω, σπαταλώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • διασωστικός — ή, ό (AM διασωστικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ικανός να διασώζει, να διαφυλάσσει κάποιον σώο και αβλαβή …   Dictionary of Greek

  • διασώζω — (AM διασῴζω) 1. σώζω κάτι ή κάποιον από κίνδυνο, γλυτώνω 2. διατηρώ σώο από τη φθορά τού χρόνου, περισώζω 3. διαφυλάσσω μσν. 1. μετακομίζω, φέρνω κάτι με ασφάλεια 2. μέσ. δραπετεύω αρχ. 1. παθ. αναλαμβάνω από επικίνδυνη αρρώστια 2. μέσ. διατηρώ… …   Dictionary of Greek

  • διατηρώ — (AM διατηρῶ, έω) [τηρώ] 1. διαφυλάσσω, συντηρώ 2. (για πρόσωπα) φυλάσσω σώο, διασώζω 3. κατέχω, φυλάσσω για πολύ χρόνο νεοελλ. 1. συντηρώ με χρήματα μου, διατρέφω 2. διασώζω από τη φθορά, κρατώ αμετάβλητο 3. (για τρόφιμα) προφυλάσσω από την… …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • διυγιαίνω — (Α) 1. έχω σταθερή υγεία, είμαι διαρκώς υγιής 2. διατηρώ σώο, αμείωτο …   Dictionary of Greek

  • φείδομαι — ΝΜΑ 1. κάνω μέτρια και εσκεμμένη χρήση, καταναλώνω με μέτρο, διαθέτω με περίσκεψη 2. είμαι φειδωλός, κάνω οικονομία, τσιγγουνεύομαι 3. (σχετικά με πρόσ. και πραγμ.) διατηρώ σώο, αφήνω απείραχτο, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι (α. «δεν φείδεται χρημάτων… …   Dictionary of Greek

  • Αρίων — (7ος αι. π.Χ.).Μουσικός και ποιητής. Γεννήθηκε στη Μήθυμνα της Λέσβου, αλλά έζησε, κατά τον Ηρόδοτο, στην Κόρινθο, στην αυλή του Περίανδρου. Η παράδοση του αποδίδει τη διαρρύθμιση και την προσαρμογή στο δωρικό μέλος του διθυράμβου, που έως τότε… …   Dictionary of Greek

  • περισώζω — περιέσωσα, περισώθηκα, περισω(σ)μένος, σώζω κάτι από μεγάλη καταστροφή, διατηρώ σώο μέρος από ένα σύνολο που καταστράφηκε: Λίγα μόνο σπίτια περισώθηκαν από τον τρομερό σεισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φείδομαι — φείστηκα 1. κάνω μέτρια χρήση ενός πράγματος, ξοδεύω κάτι με μέτρο και περίσκεψη, το φειδωλεύομαι: Δε φείδεται το χρόνο του. 2. είμαι φειδωλός, τσιγκουνεύομαι. 3. διατηρώ κάτι σώο, το αφήνω απείραχτο, το σπλαχνίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»