-
1 συκ'
-
2 σῦκ'
-
3 σῡκ-ωρός
-
4 σῡκ-ωρέω
-
5 σῡκ-ουρός
-
6 σῡκ-ηγορία
σῡκ-ηγορία, ἡ, = συκοφαντία, falsche Anklage, Verleumdung, Hesych.
-
7 σῡκ-ώδης
-
8 συκαστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκαστής
-
9 συκίτης
2 sycitis, a fig-coloured gem, Plin.HN37.191.II a Spartan name of Dionysus, Sosib. 13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκίτης
-
10 συκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκάριον
-
11 συκάσιος
σῡκ-άσιος, ον,A of or belonging to figs, Ζεὺς συκάσιος,= καθάρσιος (because figs were used in lustration), Eust.1572.56; or (from some Com. Poet) the god of sycophants, Hsch. s.v. Διὶ Συκασίῳ.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκάσιος
-
12 συκάς
-
13 σύκειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύκειον
-
14 συκεών
-
15 συκίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκίδιον
-
16 συκίζω
-
17 σύκινος
A of the figtree, σ. ξύλον fig-wood, Hp.Ulc.12, Ar.V. 145 (where reference is made to the pungent smoke produced by burning it, cf. Arist.Fr. 227, Thphr. Ign.72); κλῳὸς ς. Ar.V. 897; sq.; σύκινα Χῖα Chian fig-trees, PCair.Zen.33.12 (iii B.C.): the wood of the fig was proverbially cheap and useless, Zen.3.44, Sch.Ar.Pl. 947: hence,2 metaph., σ. ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theoc.10.45;σ. σοφιστής Antiph.122.4
; prov., σ. ἐπικουρία, of feeble, useless help, Hsch. (v. σκύτινος); σ. γνώμη Luc.Ind.6
; σ. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.Pl. 946.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύκινος
-
18 συκίον
σῡκ-ίον, τό, -
19 συκίς
-
20 συκώδης
σῡκ-ώδης, ες,A fig-like, ;ὄγκος Gal.12.822
; ἐπαναστάσεις σ., of warts or piles, Orib.Syn.8.37 tit., cf. Dsc.1.128.5; cf.σῦκον 11
.II = συκοφαντώδης, Sch.Ar.Pl. 874, EM733.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συκώδης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σῦκ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυραλλίς — και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, ίδος, ἡ, Α 1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού 2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά 3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την… … Dictionary of Greek
ροδακινιά — (ροδακινέα η κοινή ή προύνος ο περσικός). Οπωροφόρο δέντρο της υποοικογένειας των προυνοειδών, της οικογένειας των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Δέντρο μέτριων διαστάσεων, ύψους έως 4 μ., έχει βλαστούς που ανοίγουν προς τα έξω και φύλλα βραχύμισχα,… … Dictionary of Greek
χεριά — η / χερέα, ΝΜ η ποσότητα που μπορεί να πιάσει κανείς με το χέρι, χερόλοβο, δράκα, χούφτα νεοελλ. 1. μέτρο μήκους για τη μέτρηση νήματος 2. (τυπογρ.) σφάλμα στη σελιδοποίηση, κατά το οποίο μια ποσότητα στίχων τοποθετείται σε άλλη στήλη ή σελίδα… … Dictionary of Greek
-αλάκι — Γλωσσ. κατάληξη ουδετέρων υποκοριστικών τής Ν. Ελληνικής που αποσπάστηκε από υποκοριστικά ουσιαστικά σε άλι πρβλ. κουτάλι κουταλάκι, μαγκάλι μαγκαλάκι, πορτοκάλι πορτοκαλάκι, στραγάλι στραγαλάκι, τσουβάλι τσουβαλάκι. Έτσι, προήλθε η επαυξημένη… … Dictionary of Greek
επεσθίω — ἐπεσθίω (Α) 1. τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο ή μαζί με κάτι άλλο («κρέασι βοείοις χλωρὰ σῡκ ἐπήσθιεν», Ευρ.) 2. τρώω άπληστα 3. τρώω κάτι ως αντίδοτο 4. αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εσθίω «τρώγω»] … Dictionary of Greek
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek
καρυωτός — καρυωτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα καρύου 2. φρ. α) «καρυωτός φοίνιξ» ο καρπός τής χουρμαδιάς, ο χουρμάς β) «φιάλη καρυωτή» φιάλη που έχει στο κάτω μέρος στηρίγματα με σχήμα καρυδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ωτός (πρβλ. ραβδ ωτός, συκ… … Dictionary of Greek
καρύδι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51… … Dictionary of Greek
καστάνειος — καστάνειος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («καστάνειος φλοιός», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. ειος (πρβλ. κύκν ειος, σύκ ειος)] … Dictionary of Greek
κεδρία — η (ΑΜ κεδρέα, Α και κεδρία και ιων. τ. κεδρίη) νεοελλ. παχύρρευστο υγρό με σκούρο χρώμα που λαμβάνεται κατά την ξηρά απόσταξη ρητινούχων ξύλων, αλλ. υγρόπισσα, ρευστή πίσσα, κατράμι αρχ. έλαιο τής κεδρελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ία. Ο… … Dictionary of Greek