-
1 συμβουλεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλεία
-
2 συμβούλευμα
A advice given, X.Ap.13, Eq.9.12;σ. Περιάνδρου πρὸς Θρασύβουλον Arist.Pol. 1311a20
; official instruction, PFay.20.18 (iii/iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβούλευμα
-
3 συμβούλευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβούλευσις
-
4 συμβουλευτέος
II συμβουλευτέον, one must advise, τισι Isoc.15.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλευτέος
-
5 συμβουλευτής
II ([etym.] βουλευτής) fellow-councillor or - senator, Din.Fr.89.33; at Rome, D.C.59.26; in Roman Egypt, PGiss.34.7 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλευτής
-
6 συμβουλευτικός
A of or for advising, hortatory, opp. βιαστικός, Pl.Lg. 921e; of oratory, deliberative, opp. δικανικός and ἐπιδεικτικός, Arist.Rh. 1358b7; ἡ -κή (sc. τέχνη) S.E.M.2.90; so τὸ -κόν and τὰ -κά, Arist.Rh. 1391b21, Plu.2.744e, Philostr.Her.19.3;τὸ σ. μέρος Phld.Rh.2.214
S., cf. Stoic.2.96. Adv.- κῶς Hermog.Stat. 1
, Poll.4.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλευτικός
-
7 συμβουλεύω
A advise, counsel, c. dat. pers. et inf., advise one to do a thing, Hdt.1.53,59, 2.107, Th.1.65, etc.; οὐ συμβουλεύων Ερξῃ στρατεύεσθαι advising him not.., Hdt.7.46: rarely c. acc. et inf., συμβουλεύω.. συμβῆναι ὑμᾶς I advise that you should.., Pl.Prt. 337e, cf. Gal.16.501.2 without inf.,σ. τινί τι Hdt.1.71
, etc.;ὅτι ἂν δύνωνται ἀγαθὸν Ἀθηναίοις IG12.106.19
;τοῖς ὀλίγον διαπνεομένοις ἀσιτίαν Gal.15.508
;τινὶ περί τινος Pl.Prt. 319d
, etc.;εὖ σ. τινί Thgn.38
; σ. τι recommend a measure,τὰ ἄριστα Hdt.7.237
;χρηστόν τι Ar.Nu. 793
;πορείαν X.An.5.6.12
, etc.: but c. acc. cogn., σ. συμβουλάς give advice, Pl.Grg. 520d:—[voice] Pass., συμβουλεύεταί τι advice is given, Id.Ep. 330d;τὰ παρὰ τῶν θεῶν συμβουλευόμενα X.Cyr. 1.6.2
;τὰ συμβουλευθέντα Isoc.3.13
; res de consilii sententia actae,IG
7.413.58 (Oropus, i B.C., Senatus consultum); of persons, to be advised,ὑπό τινος POxy.118.3
(iii A.D.).3 folld. by a relat.,σ. περί τινος ὡς.. X.Vect.4.30
;σύμ μοι βούλευσον, ποτέρην ἄγω Call.Epigr.1.5
.4 abs., advise, give advice, S.OT 1370, etc.; ὁ συμβουλεύων or - εύσας adviser, Arist.Rh. 1354b31, Lex ap.And.1.96; τὰ συμβουλεύοντα τῶν ποιημάτων didactic poems, Isoc.2.42.II [voice] Med., consult with a person, i.e. ask his advice, τινι Hdt.2.107, Pl. Ep. 331a, Thg. 122a, etc.; τι in a matter, Th.8.68; σ. τι μετά τινος debate a matter with another, Ar.Nu. 475: abs., consult, deliberate, X.Cyr.2.1.7, etc.—[voice] Act. and [voice] Med. opposed, συμβουλευομένου ἂν συμβουλεύσειε τὰ ἄριστα if one asked his advice he would give him the best, Hdt.7.237; [τοῖς Ἕλλησι] συμβουλευομένοις συνεβούλευσε τάδε X.An.2.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλεύω
-
8 συμβουλή
συμβουλ-ή, ἡ,= συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr. 260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλήA counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. 11): pl.,συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg. 520d
, cf. Din.1.47.II deliberation, debate,εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt. 313a
; σ. πολιτ ικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib. 322e;ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg. 455c
;ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλή
-
9 συμβούλησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβούλησις
-
10 συμβουλία
A advice or counsel given, esp. in public affairs, Hdt.3.125, 4.97, al., X.Mem.1.3.4, Cyr.1.6.2; ἡ Περιάνδρου Θρασυβούλῳ ς. Arist.Pol. 1284a27; advice of an oracle, ἡ τοῦ Ἀπόλλωνος ς. SIG633.19 (Milet., ii B.C.), cf. 590.14 (ibid., ii B.C.): pl., counsels, X.Cyr.1.6.2, D.19.5, etc.III prescription, recipe for a charm, Cyran.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλία
-
11 συμβούλιον
συμβούλ-ιον, τό,A advice, counsel, esp. with purposes of evil, Ev.Matt.12.14, Ev.Marc.3.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβούλιον
-
12 συμβούλομαι
A will or wish together with,συμβούλου μοι θανεῖν E.Hec. 373
;ταῦτα X.HG6.5.34
(v.l.): c. inf., agree with in a wish, τινι Pl.Cra. 414e, La. 189a: abs., consent, Id.Lg. 718b, Euthd. 298b, SIG364.50 (Ephesus, iii B.C.); agree together, c. acc. et inf., D.15.22 (cj.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβούλομαι
-
13 σύμβουλος
σύμβουλ-ος, ὁ,A adviser, counsellor, in public or private affairs, Hdt.5.24, 7.50, S.Ph. 1321, Th.3.42, IG22.832.16 (iii B.C.), PMich.Zen.57.6 (iii B.C.), Ep.Rom.11.34, etc.;σ. πονηρός Antipho 5.71
: as fem., X.HG3.1.13: c. gen. pers., one's adviser, A.Pers. 175 (troch.), Ar.Th. 921, etc.: c. dat., καί μοι γενοῦ ξ. Id.Nu. 1481, cf. X.Smp.8.39;μωρίᾳ ξ. τοῦ κασιγνήτου E.Hel. 1019
, cf. Isoc.2.43: also c. gen. rei,σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε A.Pers. 170
(troch.);τῆς ἀρχῆς.. ξυμβούλοισιν.. ὑμῖν χρήσωμαι Ar.Ec. 518
(anap.);τῶνδε σύμβουλοι πέρι A.Ch.86
, cf. Pl.Prt. 319b;ὑπέρ τινος Isoc.1.35
: ξύμβουλός εἰμι,= συμβουλεύω, advise, c. inf., A.Eu. 712, cf. Pl.Lg. 930e: opp. συκοφάντης, D.18.189.II as a title,1 at Athens, the θεσμοθέται were empowered to appoint σύμβουλοι (perh. in a private capacity), Id.58.27.2 at Sparta, a board of advisers sent with the general, Th.5.63.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβουλος
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
λογάτορας — λογάτορας, ο (Μ) βυζαντινός αυλικός τίτλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. άτορας (πρβλ. βιγλ άτορας, συμβουλ άτορας] … Dictionary of Greek
μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek
νοικάτορας — ο ενοικιαστής, νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άτορας (πρβ. μαγαζ άτορας, συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek
παιχνιδιάτορας — και παιγνιδιάτορας, ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει ένα μουσικό όργανο σε λαϊκές συγκεντρώσεις και γιορτές, μουσικός λαϊκής ορχήστρας 2. στον πληθ. οι παιχνιδιάτορες συγκρότημα από λαϊκούς οργανοπαίκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι /… … Dictionary of Greek
φυλακάτορας — και φλακάτορας, ο, Ν ο κατ επάγγελμα φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. άτορας* (πρβλ. συμβουλ άτορας)] … Dictionary of Greek