Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σύμβουλ-ος

См. также в других словарях:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • λογάτορας — λογάτορας, ο (Μ) βυζαντινός αυλικός τίτλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. άτορας (πρβλ. βιγλ άτορας, συμβουλ άτορας] …   Dictionary of Greek

  • μαγαζάτορας — ο ιδιοκτήτης ή διευθυντής μαγαζιού, καταστήματος πώλησης ή εργαστηρίου, μικροκαταστηματάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγαζί + κατάλ. άτορας (πρβλ. εστι άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • νοικάτορας — ο ενοικιαστής, νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άτορας (πρβ. μαγαζ άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

  • παιχνιδιάτορας — και παιγνιδιάτορας, ο 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να παίζει ένα μουσικό όργανο σε λαϊκές συγκεντρώσεις και γιορτές, μουσικός λαϊκής ορχήστρας 2. στον πληθ. οι παιχνιδιάτορες συγκρότημα από λαϊκούς οργανοπαίκτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιχνίδι /… …   Dictionary of Greek

  • φυλακάτορας — και φλακάτορας, ο, Ν ο κατ επάγγελμα φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλακας + κατάλ. άτορας* (πρβλ. συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»