-
1 δικανικός
I of persons, skilled in pleading, Pl.Grg. 512b, Tht. 201a, X.Mem.1.2.48, etc.: in bad sense, lawyer-like, pettifogging,σμικρὸς τὴν ψυχὴν καὶ δ. Pl.Tht. 175d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικανικός
-
2 δικανικός
δικᾱνικός, δικανικόςskilled in pleading: masc nom sg -
3 δικανικός
1) forensic2) judicialΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικανικός
-
4 δικανικά
δικᾱνικά, δικανικόςskilled in pleading: neut nom /voc /acc plδικᾱνικά̱, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc /acc dualδικᾱνικά̱, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 δικανικώτερον
δικᾱνικώτερον, δικανικόςskilled in pleading: adverbial compδικᾱνικώτερον, δικανικόςskilled in pleading: masc acc comp sgδικᾱνικώτερον, δικανικόςskilled in pleading: neut nom /voc /acc comp sg -
6 δικανικωτέρα
δικᾱνικωτέρᾱ, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc /acc comp dualδικᾱνικωτέρᾱ, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
7 δικανικών
δικᾱνικῶν, δικανικόςskilled in pleading: fem gen plδικᾱνικῶν, δικανικόςskilled in pleading: masc /neut gen pl -
8 δικανικῶν
δικᾱνικῶν, δικανικόςskilled in pleading: fem gen plδικᾱνικῶν, δικανικόςskilled in pleading: masc /neut gen pl -
9 δικανικόν
δικᾱνικόν, δικανικόςskilled in pleading: masc acc sgδικᾱνικόν, δικανικόςskilled in pleading: neut nom /voc /acc sg -
10 δικανικώτατα
δικᾱνικώτατα, δικανικόςskilled in pleading: adverbial superlδικᾱνικώτατα, δικανικόςskilled in pleading: neut nom /voc /acc superl pl -
11 δικανική
-
12 δικανικῇ
-
13 δικανικής
-
14 δικανικῆς
-
15 δικανικαίς
-
16 δικανικαῖς
-
17 δικανικαί
δικᾱνικαί, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc pl -
18 δικανικοίς
-
19 δικανικοῖς
-
20 δικανικού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… … Dictionary of Greek
δικανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στις δίκες και στα δικαστήρια: Δικανικός λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικανικός — δικᾱνικός , δικανικός skilled in pleading masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… … Dictionary of Greek
δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… … Dictionary of Greek