-
1 καλαμογραφία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμογραφία
-
2 καλαμοβόας
A noisy with the pen, nickname of Antipater, who dared not argue viva voce with Carneades, Plu.2.514d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοβόας
-
3 καλαμογλυφέω
A cut reeds, make pens, Hdn.Gr.1.468.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμογλυφέω
-
4 καλαμογλύφος
A making pens, EM485.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμογλύφος
-
5 καλαμοδύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοδύτης
-
6 καλαμοειδής
κᾰλᾰμο-ειδής, ές,A reed-like, Dsc.3.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοειδής
-
7 καλαμόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμόεις
-
8 καλαμοθήκη
κᾰλᾰμο-θήκη, ἡ,A reed-case, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοθήκη
-
9 καλαμοθήρας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοθήρας
-
10 καλαμοκεντρῖτις
A overgrown with prickly rush, POxy.1911.101 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοκεντρῖτις
-
11 καλαμοκόπιον
κᾰλᾰμο-κόπιον, τό,A reed-bed for cutting, Gp. 2.6.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοκόπιον
-
12 καλαμοκόπος
κᾰλᾰμο-κόπος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοκόπος
-
13 καλαμόκρινον
κᾰλᾰμό-κρῐνον, τό, prob.A = κάλαμος ἀρωματικός, Aët.1.132.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμόκρινον
-
14 καλαμοπώλης
A reedseller, PCair.Zen.398.5 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοπώλης
-
15 καλαμοστασία
κᾰλᾰμο-στᾰσία, ἡ,A fixing of vine-poles, PGiss.56.12 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοστασία
-
16 καλαμοστεφής
κᾰλᾰμο-στεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοστεφής
-
17 καλαμοσφάκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοσφάκτης
-
18 καλαμότομος
κᾰλᾰμό-τομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμότομος
-
19 καλαμοτύπορ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμοτύπορ
-
20 καλαμόφθογγος
κᾰλᾰμό-φθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμόφθογγος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις … Dictionary of Greek
σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… … Dictionary of Greek
Καλαμπόκης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Δημήτριος. Ανήκε σε πολυμελή οικογένεια που κατοικούσε στην τουρκική συνοικία Σταροπάζαρο. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης και φρόντισε, με κάθε δυνατό τρόπο, να… … Dictionary of Greek
εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] … Dictionary of Greek
ισόχνους — ἰσόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει όμοιο χνούδι με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χνους (< χνοῡς), πρβλ. αρτί χνους, καλαμό χνους] … Dictionary of Greek
καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι … Dictionary of Greek
καλαμαύλης — καλαμαύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ αύλης, χορ αύλης] … Dictionary of Greek
καλαμηφόρος — και καλαμοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά κάλαμο ως σύμβολο στασιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλάμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. ζωφόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< … Dictionary of Greek
καλαμογραφή — καλαμογραφή, ἡ (Μ) γράψιμο με κάλαμο, με γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφή [πρβλ. και αρχ. καλαμογραφία)] … Dictionary of Greek
καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] … Dictionary of Greek