Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

καλαμο-

См. также в других словарях:

  • γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις …   Dictionary of Greek

  • σόργο — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά διάφορα καλλιεργούμενα είδη του γένους σόργον (οικογένεια Γραμινίδες, υποοικογένεια ανδροπωγωνίων, μονοκοτυλήδονα)· κατ’ άλλους πρόκειται για ποικιλίες του αρχικού είδους σ. το κοινόν. Τα καλλιεργούμενα είδη είναι… …   Dictionary of Greek

  • Καλαμπόκης — Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. Δημήτριος. Ανήκε σε πολυμελή οικογένεια που κατοικούσε στην τουρκική συνοικία Σταροπάζαρο. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης και φρόντισε, με κάθε δυνατό τρόπο, να… …   Dictionary of Greek

  • εύσχιστος — εὔσχιστος, ον (ΑΜ) 1. ευκολόσχιστος 2. (για τον κάλαμο τής γραφίδας) αυτός που είναι καλά σχισμένος στο οξύ άκρο, καλοσχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχιστός (< σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ισόχνους — ἰσόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει όμοιο χνούδι με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χνους (< χνοῡς), πρβλ. αρτί χνους, καλαμό χνους] …   Dictionary of Greek

  • καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι …   Dictionary of Greek

  • καλαμαύλης — καλαμαύλης, ὁ (Α) αυτός που έπαιζε τον καλάμινο αυλό, τον κάλαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. ιερ αύλης, χορ αύλης] …   Dictionary of Greek

  • καλαμηφόρος — και καλαμοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά κάλαμο ως σύμβολο στασιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλάμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. ζωφόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμοβόας — καλαμοβόας, ὁ (Α) (σκωπτικά, για τον στωικό Αντίπατρο) αυτός που βοά μόνο με τη γραφίδα, δηλ. που δεν αποκρούει τα λόγια τού αντιπάλου του Καρνεάδη με τον λόγο, προφορικά, αλλά μόνο με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + βόας (< …   Dictionary of Greek

  • καλαμογραφή — καλαμογραφή, ἡ (Μ) γράψιμο με κάλαμο, με γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφή [πρβλ. και αρχ. καλαμογραφία)] …   Dictionary of Greek

  • καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»