-
1 συμμιγνύω
(αόρ. συνέμιξα, παθ. αόρ. συνεμίχθην и συνεμίγην, μετ χ. πρκ. συμμεμιγμένος) μετ. смешивать, перемешивать -
2 συμμιγνύω
[ симмигнио] р. смешивать, перемешивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμμιγνύω
-
3 συμμιγνύω
[ симмигнио] ρ смешивать, перемешивать. -
4 мешать
мешать 1ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•
он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.
εκφρ.не -ает – δεν πειράζει•не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.2. επεμβαίνω,мешать 2ρ.δ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω•кашу ανακατώνω το κουρκούτι•
мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.
2. συμμιγνύω•мешать краски συμμιγνύω χρώματα.
|| συμφύρω•мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.
3. μπερδεύω, συγχέω•я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.
1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.2. μπερδεύομαι.3. συγχύζομαι.εκφρ.ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•мешать в уме (в рассудке) – κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό. -
5 συμ-μίγνῡμι
συμ-μίγνῡμι, seltener συμμιγνύω, wie συμμιγνύουσιν, συμμιγνύων, Xen. An. 4, 6, 24 (vgl. Krüger zur Stelle) Mem. 3, 14, 5; für συμμίγνυε Plat. Phil. 25 d ist Lesart der bessern mss. συμμίγνυ (vgl. μίγνυμι u. συμμίσγω); – vermischen, vereinigen; das activ. oft mit Auslassung des Objects, scheinbar intransitiv, gleichbedeutend mit dem passiv.; H. h. Merc. 83; bes. in Liebe u. von fleischlicher Vermischung im Beischlaf, ϑεοὺς γυναιξί, ϑεὰς ἀνϑρώποις, H. h. Ven. 50. 52 u. 251, wie Her. τῇ πρῶτον συνεμίχϑη, 4, 114; δούλη ἐὰν συμμίξῃ δούλῳ, Plat. Legg. XI, 930 b; περὶ τὸ ξυμμιγῆναι ἀλλήλοις, Conv. 207 b; – von feindlichem Zusammentreffen, Her. 1, 127, oft; τινὶ ἐς μάχην, 4, 127; τῇ ναυμαχίῃ, 1, 166; ξυμμίξαντες ἐναυμάχουν, Thuc. 1, 49, vgl. 2, 84. 8, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 18 An. 4, 6, 24 u. sonst; ὁμόσε τοῖς πολεμίοις, Cyr. 7, 1, 26; τοῖς πολεμίοις χεῖρας, 2, 1, 11; – u. allgemein, τύχᾳ νιν συνέμιξε, Pind. P. 9, 72, er ließ ihn das Glück erlangen; βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε ϑέσιν συμμῖξαι πρεπόντως, Ol. 3, 9; πῶς κεδνὰ τοῖς κακοῖσι συμμίξω; Aesch. Ag. 634; ἀνοσίοισι συμμιγεὶς ἀνδράσι, Spt. 593, verkehren mit ihnen, Umgang haben; so auch Ar. Eccl. 516; βιάζομαι γάμοισι Πρωτέως παιδὶ συμμῖξαι λέχος, Th. 890; auch Eur., σῶμα φλογμῷ πόσει συμμίξασα, Suppl. 1020; οὐρανὸς συμμεμιγμένος τῇ γῇ, Cycl. 574; συμμίξαντες τὰ στρατό πεδα, Her. 4, 114; κοινόν τι πρῆγμα συμμῖξαί τινι, Jem. eine gemeinschaftliche Angelegenheit mittheilen, 8, 58; ὕδατι συμμίξας καὶ συναρμόσας, Plat. Tim. 74 c; χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμιξεν αὐτοῖς, Rep. III, 415 a; u. pass., ὅταν συμμιγνύηται ἁλμυρᾷ δυνάμει, Tim. 83 c; auch συμμιγνύμενα αὐτά τε πρὸς αὑτὰ καὶ πρὸς ἄλληλα, 57 d; συμμιχϑὲν ἐκ τριῶν, 76 d; οὐδείς, τῷ κακὸν ἐξ ἀρχῆς γενο μένῳ οὐ συνεμίχϑη, Niemand ist, dem nicht von Anfang an ein Unglück beigemischt wäre, Her. 7, 203; mit Jem. zusammenkommen, um mit ihm zu reden u. zu unterhandeln, συμμίξας τοῖσι Σαμίοισι, ἀνέπειϑε, 6, 23; ἄγγελοι συμμίξαντες Γέλωνι, 7, 153; ἐϑέλων συμμῖξαί σφι καὶ πυϑέσϑαι τὰς γνώμας, 8, 67; Eur. Hel. 324; Θεαιτήτῳ αὐτὸς συνέμιξα χϑὲς διὰ λόγων, Plat. Polit. 258 a; ὡς ἀσμένως καὶ οἰκείως ἀλλήλοις συνέμιξαν οἱ πολῖται, Menex. 243 e; auch vom Handelsverkehr u. von Geschäften, ξυμμίξαντι ξυμβόλαια μετρίως, Legg. XII, 958 c; dem πλησιάζειν entsprechend, Xen. Cyr. 8, 1, 46; πρός τινα, 7, 4, 11, Folgde, wie Pol.
-
6 συμμιγνυμι
1) смешивать, соединять, сочетать(τι καί τι HH., Pind. и τί τινι Her., Aesch., Eur., Plat.)
συμμῖξαι τὰ στρατόπεδα Her. — объединить свои лагери;ἐν ταὐτῷ συμμεμιγμένος Lys. — слившийся воедино;ἐξ ἀμφοῖν συμμιχθείς или συμμισγόμενος Plat. — представляющий собой сочетание обоих;συμμιγέντων τούτων πάντων Her. — когда все это вместе произошло2) тж. pass. вступать в связь(γυναιξί HH.; ἀλλήλοις Plat.)
κακῷ ἐσθλὸν οὐ συμμίγνυται Eur. — с дурным честное не общается;ξ. συμβόλαια Plat. — завязывать деловые сношения3) вступать в переговорыκοινόν τι πρᾶγμα συμμῖξαί τινι Her. — переговорить с кем-л. по одному общему делу;
συμμῖξαι διὰ λόγων τινά Plat. — побеседовать с кем-л.4) встречаться, сближаться, подходить(ἀλλήλοις Diod.; πρός τινα Xen., Arst.)
5) вступать в борьбу, схватываться(ἀλλήλοις Xen.)
συμμισγόντων τῇ ναυμαχίῃ Her. — вступив в морской бой -
7 συμμειγνύω
см. συμμιγνύω
См. также в других словарях:
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek
συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
συμμίσγω — Α (επικ. και ιων και αττ. τ.) βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμεμιγμένως — Α 1. ανάμικτα, σύμμικτα 2. συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμιγμένος τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατώνω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συμμιγή — ἡ, Μ ανάμιξη, σύμμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συμμιγία — ἡ, Α ανάμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
συναλείφω — ΜΑ [ἀλείφω] 1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία αρχ. 1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον 2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή 3. εξαλείφω, απαλείφω 4. τρίβω πολύ καλά … Dictionary of Greek
σύμμιγα — Α επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek