-
1 συμμιγνύω
(αόρ. συνέμιξα, παθ. αόρ. συνεμίχθην и συνεμίγην, μετ χ. πρκ. συμμεμιγμένος) μετ. смешивать, перемешивать -
2 συμμιγνύω
[ симмигнио] р. смешивать, перемешивать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμμιγνύω
-
3 συμμιγνύω
[ симмигнио] ρ смешивать, перемешивать. -
4 συμμιγνυμι
1) смешивать, соединять, сочетать(τι καί τι HH., Pind. и τί τινι Her., Aesch., Eur., Plat.)
συμμῖξαι τὰ στρατόπεδα Her. — объединить свои лагери;ἐν ταὐτῷ συμμεμιγμένος Lys. — слившийся воедино;ἐξ ἀμφοῖν συμμιχθείς или συμμισγόμενος Plat. — представляющий собой сочетание обоих;συμμιγέντων τούτων πάντων Her. — когда все это вместе произошло2) тж. pass. вступать в связь(γυναιξί HH.; ἀλλήλοις Plat.)
κακῷ ἐσθλὸν οὐ συμμίγνυται Eur. — с дурным честное не общается;ξ. συμβόλαια Plat. — завязывать деловые сношения3) вступать в переговорыκοινόν τι πρᾶγμα συμμῖξαί τινι Her. — переговорить с кем-л. по одному общему делу;
συμμῖξαι διὰ λόγων τινά Plat. — побеседовать с кем-л.4) встречаться, сближаться, подходить(ἀλλήλοις Diod.; πρός τινα Xen., Arst.)
5) вступать в борьбу, схватываться(ἀλλήλοις Xen.)
συμμισγόντων τῇ ναυμαχίῃ Her. — вступив в морской бой -
5 συμμειγνύω
см. συμμιγνύω
См. также в других словарях:
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek
συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
συμμίσγω — Α (επικ. και ιων και αττ. τ.) βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμεμιγμένως — Α 1. ανάμικτα, σύμμικτα 2. συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμιγμένος τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατώνω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συμμιγή — ἡ, Μ ανάμιξη, σύμμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συμμιγία — ἡ, Α ανάμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
συναλείφω — ΜΑ [ἀλείφω] 1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία αρχ. 1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον 2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή 3. εξαλείφω, απαλείφω 4. τρίβω πολύ καλά … Dictionary of Greek
σύμμιγα — Α επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek