-
1 мешать
мешать 1ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•
он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.
εκφρ.не -ает – δεν πειράζει•не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.2. επεμβαίνω,мешать 2ρ.δ.μ.1. αναμιγνύω, ανακατώνω•кашу ανακατώνω το κουρκούτι•
мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.
2. συμμιγνύω•мешать краски συμμιγνύω χρώματα.
|| συμφύρω•мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.
3. μπερδεύω, συγχέω•я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.
1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.2. μπερδεύομαι.3. συγχύζομαι.εκφρ.ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•мешать в уме (в рассудке) – κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.
См. также в других словарях:
συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… … Dictionary of Greek
συμμίγδην — ΜΑ επίρρ. μαζί με... [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. φύρ δην)] … Dictionary of Greek
συμμίσγω — Α (επικ. και ιων και αττ. τ.) βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμειγνύω — ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α βλ. συμμιγνύω … Dictionary of Greek
συμμεμιγμένως — Α 1. ανάμικτα, σύμμικτα 2. συγκεχυμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμμεμιγμένος τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατώνω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συμμιγή — ἡ, Μ ανάμιξη, σύμμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω»] … Dictionary of Greek
συμμιγία — ἡ, Α ανάμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
συναλείφω — ΜΑ [ἀλείφω] 1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία αρχ. 1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον 2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή 3. εξαλείφω, απαλείφω 4. τρίβω πολύ καλά … Dictionary of Greek
σύμμιγα — Α επίρρ. μαζί με κάποιον, συμμίκτως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek