-
1 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; ξύλλογος, Plat. Gorg. 452 e; οἶκοι, Bürgerhäuser, Isocr. 2, 21; στράτευμα, aus Bürgern bestehend, im Ggstz von συμμάχων, Xen. Hell. 4, 4, 19 u. oft, wie οἱ πολιτικοὶ ἱππεῖς, Pol. 1, 9, 4; bes. im Ggstz von ξένοι, ξενικόν (so auch μάγειρος πολιτικός im Ggstz des ἐκτόπιος, Ath. XIV, 659 a, u. nach B. A. 99 stehen den ἄγρια ϑηρία die πολιτικά, Hausthiere, entgegen). – Bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt, ὁ πολιτικός, der Staatsmann, Plat. defin. 415 c πολιτικὸς ἐπιστήμων πόλεως κατασκευῆς; so ἐπιϑυμεῖς πολιτικὸς εἶναι, Gorg. 513 b; Euthyd. 305 c u. öfter; vgl. Xen. Cyr. 2, 2, 14; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung, Plat. Polit. 303 e; τέχνη, Gorg. 521 d; auch πολιτικὸς βίος, Rep. VII, 521 b; πολιτικαὶ πράξεις, Hipp. mai. 281 c, u. sonst; auch πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben, Gorg. 521 d Apol. 31 d; im Ggstz von τὰ οἰκεῖα, Thuc. 2, 40; τὸ πολιτικόν, die Gesammtheit der Bürger, die Bürgerschaft, Her. 7, 103; – πολιτικὴ χώρα, ager publicus, Pol. 6, 45, 3. – Ueberh. in Beziehung auf das Leben im Staate, öffentlich, λόγος u. dgl.; dem Staate nützlich, πολιτικώτατον κτῆμα, Xen. Cyr. 1, 5, 12; auch den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich, Pol. 24, 5, 7 u. öfter; u. so im adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich, 18, 31, 7; vgl. noch οὐκ ἴσως οὐδὲ πολιτικῶς ἔνιοι πολιτεύονται, Dem. 10, 74; πολιτικῶς βιῶναι, Isocr. 4, 151. – Von der Sprache und dem Ausdrucke, wie sie im bürgerlichen Leben oder in öffentlichen Verhandlungen gelten, vgl. Schaef, zu D. Hal. de C. V. p. 6, 7.
-
2 πολῑτικός
πολῑτικός, den Bürger betreffend, bürgerlich; οἶκοι, Bürgerhäuser; στράτευμα, aus Bürgern bestehend; bes. aber = zur Staatsverwaltung geschickt; ὁ πολιτικός, der Staatsmann; πολιτικὴ ἐπιστήμη, die Kunst der Staatsverwaltung; πράττειν τὰ πολιτικά, Staatsgeschäfte treiben; τὸ πολιτικόν, die Gesamtheit der Bürger, die Bürgerschaft; πολιτικὴ χώρα, ager publicus; überh. in Beziehung auf das Leben im Staate: öffentlich; dem Staate nützlich: πολιτικώτατον κτῆμα; den Bürgern angenehm, bürgerfreundlich; adv., πολιτικῶς μεμψιμοιρεῖν, mild, freundlich -
3 τρι-πολῑτικός
τρι-πολῑτικός, ὁ, Titel einer Schrift des Dicäarch, bei Ath. IV, 141 a, wahrscheinlich Darstellung dreier verschiedener Staatsverfassungen; auch der dem Theopomp beigelegte τρικάρανος heißt bei Ios. c. Apion. 1, 24 Τριπολιτικός, vgl. Cic. Att. 13, 32.
-
4 μικρο-πολῑτικός
μικρο-πολῑτικός, ή, όν, kleinstädtisch, τὸ μικροπολιτικόν, die Bürgerschaft einer kleinen Stadt oder kleinstädtisches Wesen, Ar. frg. 649.
-
5 ἀ-πολῑτικός
ἀ-πολῑτικός, zu Staatsgeschäften ungeschickt, superl., Cic. Att. 8, 16.
-
6 πολῑτικεύομαι
πολῑτικεύομαι, ein πολιτικός sein, Moeris p. 75.
-
7 στασιαστικός
στασιαστικός, aufrührerisch; Ggstz πολιτικός, Plat. Prot. 303 c; στασιαστικῶς ἔχειν, Ggstz von ὁμονοητικῶς ἔχειν, = στασιάζειν, Phaedr. 263 a; vgl. κακῶς ἔχοντας πρὸς ἑαυτοὺς καὶ στασιαστικῶς, Dem. 18, 61; u. Sp., στασιαστικὰ πράττειν, D. Cass. 57, 4.
-
8 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
9 οἰκεῖος
οἰκεῖος, ion. οἰκήϊος, auch 2 Endgn, 1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; σταϑμοῖς ἐν οἰκείοισι, Aesch. Prom. 396; χεῖρας κρεῶν πλήϑοντες οἰκείας βορᾶς, Ag. 1193, = τῶν οἰκείων, der Verwandten; οἰκεῖα πάϑη, Soph. Ai. 253; οἰκείας εἰς ἄτας ἐμπίπτεις, El. 208; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn, Ant. 1234; οἰκεία χϑών, das Vaterland, 1188; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten, Her. 1, 108; den συγγενεῖς entsprechend, 3, 119; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten, 3, 65. 5, 5; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft, Thuc. 1, 9; τινί, Plat. oft, der es mit φίλος vrbdt, u. Euthyphr. 4 b εἴτε ἀλλότριος εἴτε οἰκεῖος gegenüberstellt, wie Rep. V, 463 b; τὸ μὲν οἰκεῖον καὶ συγγενές, ib. 470 b; καὶ γνώριμοι, II, 376 b; οὓς ἂν ἡγήσαιτο οἰκειοτάτους τε καὶ ἑταιροτάτους, Phaed. 89 d; ὁ τούτων οἰκεῖος u. ἡμῖν οἰ. κειότατος ἦν Is. 1, 28, s. auch zu Ende; – befreundet, οὐδὲν οἰκεῖον, πάντα δὲ ἡγοῠνται πολέμια, Pol. 4, 3, 1, öfter. – 2) in Beziehung auf den Besitz, eigen, eigenthümlich; τὸ οἰκεῖον πιέζει πάνϑ' ὅμως, Pind. N. 1, 53; παρ' οἰκείαις ἀρούραις, Ol. 12, 21, οἰκεῖον ἢ 'ξ ἄλλου τινός, Soph. O. R. 1162, πότερα πατρῴας ἢ πρὸς οἰ. κείας χερὸς ὄλωλεν, oder von eigener Hand, Ant. 1161; οὐ τὰ τῶν Ἰώνων πάϑεα, ἀλλὰ τὰ οἰκήϊα, Her. 1, 153; ὡς οἰκείας αὐτῷ ταύτης οὔσης τῆς ἐπιστήμης, Plat. Polit. 266 e; τὴν οἰκείαν λιπόντες φύσιν, Soph. 264 e; τῶν οἰκείων χρημάτων ἐπιμελούμενοι, Legg. IX, 627 d; Ggstz τὰ τῆς πόλεως, Apol. 23 b; νομίσῃ τε μηδεὶς ἀλλοτρίας γῆς πέρι οἰκεῖον κίνδυνον ἕξειν, Thuc. 3, 13; auch im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend, Her. 1, 45. 5, 47, Thuc. u. A.; οὐδὲν ἐμοὶ πρὸς τούτους οἰκεῖον οὐδὲ κοινὸν γέγονεν, Dem. 19, 236; πρὸς τοὺς οἰκείους πο-λέμους οἰκείᾳ χρῆσϑαι δυνάμει, 13, 7. – 3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, Her. 3, 81, noch was sich schickt; vgl. Plut. Symp. 8, 4, 3, τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigenthümliche, ihre Pflicht; οἰκείαν τιμὴν τῷ ἡβῶντι, Plat. Rep. V, 468 d; οἰκειοτάτη γοῠν διάλεκτος αὕτη αὐτοῖς, Theaet. 183 b; λόγους οἰκείους καὶ ἀναγκαίους τῇ γραφῇ ποιεῖν, Dem. 18, 59; adv., εἰ μέλλει οἰκείως λέγεσϑαι, Plat. Rep. III, 397 c; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit, Pol. 3, 8, 9; auch πρός τι, 5, 105, 1; auch geneigt wozu, λίαν οἰκείους ὄντας τῶν τοιούτων ἐγχειρημάτων, 4, 57, 4; πάντα ἦν οἰκεῖα τῆς μεταβολῆς, 14, 9, 5, oft; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu Etwas geneigt sein, 13, 1, 2, wie οἰκειότατα ἔχειν πρός τι, 5, 106, 4; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit Einem umgehen, Is. 6, 1; u. so οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu Einem stehen, Thuc. 6, 57, wie Xen. Mem. 2, 7, 9 vrbdt φιλικώτερον καὶ οἰκειότερον ἀλλήλοις ἕξετε; – οἰκειοτέρως ἔχειν, Ath. V, 177 e.
-
10 οἰκο-νόμος
οἰκο-νόμος, das Haus verwaltend, Aesch. Ag. 150; Hausverwalter, οἰκ. καὶ δεσπότης ταὐτόν, Plat. Polit. 159 b; καὶ πολιτικός, 258 e; allgemein, Verwalter, Leiter, Arist. polit. 5, 11 u. Sp. öfter; auch ἡ οἰκονόμος, δεινή, Lys. 1, 7.
-
11 οἰκο-νομικός
οἰκο-νομικός, ή, όν, die Verwaltung des Hauses betreffend, sie verstehend; Plat. Alc. I, 133 e; Xen. Cyr. 2, 2, 14; neben πολιτικός, Mem. 4, 2, 11; vgl. 39; ἡ οἰκονομική, sc. τέχνη, die Kunst des Haushaltens u. Wirthschaftens, Plat. Polit. 259 c; τὰ οἰκονομικά, die Verwaltung des Vermögens, Xen. Cyr. 8, 1, 14; übh. Verwaltung, Leitung, bes. bei Sp., τοῦ πολέμου, Pol. 1, 4, 3 u. öfter, Einrichtung, φύσεως, 6, 9, 10; – ὁ οἰκονομικός, Schrift vom Haushalten, Xen., Arist.
-
12 ἀγοραῖος
ἀγοραῖος, αία, αῐον, Plut., Herodian, wie Pollux 7, 6. Auch ἡ ἀγοραῖος (ἀγορά), den Markt betreffend: a) ϑεοὶ ἀγοραῖοι, Aesch. Ag. 90 ch., entgegengesetzt den οὐράνιοι, die auf dem Markt verkehrten; aber auch die den Versammlungen Vorstehenden, wie Θέμις ἀγοραία von Hes. ἐκκλησιαστική erkl. wird, mit Hinblick auf Od. 2, 69. Ebenso stellt Poll. 1, 24 ϑεοὶ φράτριοι, ἀγοραῖοι, ἐπικάρπιοι, στράτιοι zusammen. Bes. heißt so Ζεύς, wobei nach alten Erkl. mehr an die Versammlungen zu denken ( ἐν ἐκκλησίαις καὶ δίκαις δίκην διδοὺς ἀγοραῖος κέκληται), Aesch. Eum. 931; Διὸς ἀγοραίου ἱκέται ὄντες Eur. Heracl. 70; Her. 5, 46; Aristoph. Equitt. 408. 498; Theophr. bei Stob. flor. 44, 22; Plut. de gen. Socr., wo ihm Μοῠσαι hinzugefügt sind; vgl. Paus. 3, 11, 8. 5, 15, 3. So Ἑρμῆς, wo an den Handel zu denken, Cornut. de N. D., ἐπίσκοπος γὰρ τῶν ἀγοραζόντων; Aristoph. Equitt. 297; Luc. Jup. Trag. 33; cf. Paus. 1, 15, 2. 9, 7. 9, 17, 1. Einzeln kommen bei Paus. vor: Ἄρτεμις 5, 15, 3 (ἀγοραία), Ἀϑηνᾶ 3, 11, 8. – b) ἄνϑρωποι ἀγοραῖοι, auf dem Markt verkehrende M., VLL. οἱ ἐν ἀγορᾷ καταστρεφόμενοι, zunächst Krämer, mitden κάπηλοι, den Kaufleuten, ἔμπο-ροι, entgegengesetzt, Xen. Lac. 3, 13; Her. 1, 93 verb. sie mit χειρώνακτες, 2, 141 mit κάπηλοι und χειρ. Allgemeiner Arist. Pol. IV, 3 τὸ ἀγοραῖον (γένος) τὸ περὶ πράσεις καὶ τὰς ἐμπορίας καὶ καπηλείας διατρῖβον; IV, 4 init. kürzer τὸ περὶ ὠνὴν καὶ πρᾶσιν; VI, 2 stellt er βάναυσοι u. τὸ ϑητικόν mit ἀγ. ἄνϑρωποι zusammen; Oec. II sind τέλη ἀγοραῖα Waarenzölle. – c) Nach B. A. 339 (ἀγοραῖος νοῦς ὁ πάνυ εὐτελὴ, καὶ συρφετώδης οὐδὲ πεφροντισμένος, οἱγὰρ ἀγς ἄνϑρωποι ἀμαϑεῖς καὶ ἀπαίδευτοι) nahm das Wort die Bdtg gem ein, schlechtan; Ar. Equ. 214, von einem zu einem Demagogen befähigten Menschen, γέγονας κακός, ἀγοραῖος εἶ, du bist ein Mann des Markts; Ran. 1075 πανοῦργος καὶ ἀγ., ein Pflastertreter; Plat. Prot. 347 e ἀγ. καὶ φαῦλοι; Theophr. Char. 6 τῷ ἤϑει ἀγ. gemein von Charakter. Uebrtr. σκώμματα, gemeine. Witze, Arist. Pax 750; ἀγοραῖα τεκμήρια Aeschin. 1, 125, wie Arist. Eth. N. VIII, 13, 6 ἀγοραία φιλία der ἰλευϑεριωτέρα entgegensetzt, und Luc. Histor. conscr. 44 ὀνόματα ἀγ, καὶ καπηλικά, Plut. Symp. 1, 1 λόγος βάναυσος καὶ ἀγ. zusammenstellt; ὀψάρια ἀγοραῖα Diphil. Ath. VII, 292 b. Sp. auch im guten Sinne, Plut. Pericl. 11 ἀγ. καὶ πολιτικός, der in der Volksversammlung herrschende; vgl. Symp. 7, 7; aber de vit. pud. 8 ist ἀνὴρ ἀγ. ein gewandter Advocat. – d) B. A. 330 ἀγοραίαν δίκην, τὴν δικαιολογίαν deutet an, daß es auch von Processen gebraucht wurde. So Her. ἀγοραῖος διαφορά 7, 9, διοίκησις 6, 2; Plut. χρεία ἀγ. Lyc. 25. – Ben comparat. ἀγοραιότεροι hat Ptol. Euerg. bei Ath. X, 438 f. Nach Ammon. machte man den Unterschied, daß ἀγόραιος ὁ πονηρός, ὁ ἐν ἀγορᾷ τεϑραμμένος (c), ἀγοραῖος ὁ ἐν τῇ ἀγορᾷ τιμώμενος (a), was, zu eng, auch auf (b) auszudehnen ware. – Adv., ἀγοραίως λέγειν Dionys. C. V. 10, 11, pöbelhaft reden; oder advokatenmäßig, Plut. C. Graech. 4 Ant. 24.
-
13 ἀπολῑτικός
-
14 μικροπολῑτικός
μικρο-πολῑτικός, ή, όν, kleinstädtisch, τὸ μικροπολιτικόν, die Bürgerschaft einer kleinen Stadt oder kleinstädtisches Wesen -
15 οἰκεῖος
οἰκεῖος, (1) häuslich, zum Hause, zur Familie gehörig, verwandt; τῶν οἰκείων, der Verwandten; πένϑος οἰκεῖον, um den Sohn; οἰκεία χϑών, das Vaterland; ἄνδρα οἰκήϊον, einen Verwandten; τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηϊωτάτων, von den nächsten Verwandten; κατὰ τὸ οἰκεῖον, nach der Verwandtschaft; befreundet. (2) in Beziehung auf den Besitz: eigen, eigentümlich; im Ggstz von κοινός u. πολιτικός, den Privatmann betreffend. (3) wozu geeignet, geschickt; οὔτε οἶδε καλὸν οὐδὲν οὐδ' οἰκήϊον, noch was sich schickt; τοὺς ῥήτορας ἐάσομεν περαίνειν τὸ οἰκεῖον, das ihnen Eigentümliche, ihre Pflicht; οἰκειότερος καιρός, passendere Gelegenheit; auch geneigt wozu; dah. οἰκείως διακεῖσϑαι πρός τι, zu etwas geneigt sein; aber οἰκειότατα χρῆσϑαί τινι ist = sehr vertraut mit einem ; οἰκείως ἔχειν πρός τινα, in freundschaftlichem Verhältnisse zu einem stehen -
16 πολῑτικεύομαι
πολῑτικεύομαι, ein πολιτικός sein -
17 τριπολῑτικός
τρι-πολῑτικός, ὁ, Titel einer Schrift des Dicäarch, wahrscheinlich Darstellung dreier verschiedener Staatsverfassungen
См. также в других словарях:
πολιτικός — ή, ό / πολιτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού… … Dictionary of Greek
πολίτικος — η, ο, θηλ. και ια, Ν [Πόλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κωνσταντινούπολη ή αυτός που προέρχεται από την Κωνσταντινούπολη («πολίτικος χαλβάς») 2. το θηλ. ως ουσ. η πολίτικη κοινή ονομασία μιας ποικιλίας τού φυτού που είναι γνωστό με τη… … Dictionary of Greek
πολιτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται, αρμόζει στην πολιτική: Πολιτικά κόμματα. 2. αυτός που αναφέρεται στον πολίτη: Πολιτικές ελευθερίες. 3. αυτός που αναφέρεται στην πολιτεία: Πολιτικός γάμος. 4. επιτήδειος: Πολιτικότατη απάντηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός — πολῑτικός , πολιτικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολίτικος — η, ο από την Κωνσταντινούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
Σκουλούδης, Στέφανος — Πολιτικός (Κωνσταντινούπολη 1838 Αθήνα 1928). Καταγόταν από γνωστή κρητική οικογένεια. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά όταν ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, μετά την αποφοίτηση του, ασχολήθηκε με το εμπόριο. Μαζί με τον Ανδρέα … Dictionary of Greek
Στάης, Σπυρίδων — Πολιτικός (1859 1932). Καταγόταν από τα Κύθηρα και σπούδασε φυσικομαθηματικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα γυμνάσια της χώρας αλλ’ από το 1892 ασχολήθηκε με την πολιτική. Εκλέχτηκε βουλευτής Κυθήρων και με… … Dictionary of Greek
φίλιστος — Πολιτικός και ιστορικός από τις Συρακούσες, λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία από τον συγγενή του Διονύσιο τον Πρεσβύτερο, τον οποίο βοήθησε να καταλάβει την αρχή. Διετέλεσε πρώτος υπουργός και στρατιωτικός διοικητής του, αλλά μετά έπεσε στη δυσμένειά … Dictionary of Greek
Δεληγιάννης, Θεόδωρος — Πολιτικός. Βλ. λ. Δηλιγιάννης, Θεόδωρος … Dictionary of Greek
Σιάντος, Γεώργιος — Πολιτικός (1890 1947). Προσχώρησε νωρίς στο σοσιαλιστικό κίνημα. Διετέλεσε στέλεχος του καπνεργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Φυλακίστηκε πολλές φορές για την πολιτική του δραστηριότητα. Το 1942 νοσηλευόταν σαν κρατούμενος στη μονή της Πέτρας… … Dictionary of Greek