Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

στῐγ-μα

См. также в других словарях:

  • στίγος — ὁ, ἡ στίγον, τὸ, Α στιγμή, σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα, στιγ μή) + κατάλ. ος (πρβλ. στίβ ος)] …   Dictionary of Greek

  • stigmatology — † stigmaˈtology Obs. rare. [f. Gr. στιγµατ , στίγµα (see stigma; here taken in the sense of στιγµή point) + ology.] The study or subject of the Hebrew accents. [see taghmical a.] …   Useful english dictionary

  • στίγων — ωνος, ὁ, Α στιγματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιγ τού στίζω* (πρβλ. στίγ μα) + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. στίλβ ων)] …   Dictionary of Greek

  • στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… …   Dictionary of Greek

  • Democratic Alliance (Greece) — Δημοκρατική Συμμαχία Democratic Alliance Leader Dora Bakoyannis Founded …   Wikipedia

  • πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… …   Dictionary of Greek

  • στίλβων — οντος και ωνος και στίλπων, ωνος, ὁ, Α (για τον πλανήτη Ερμή) λαμπρός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίλβω / στιλπνός + επίθημα ων (πρβλ. στίγ ων)] …   Dictionary of Greek

  • στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] …   Dictionary of Greek

  • υφαντών — ῶνος, ὁ, Α ὑφαντεῑον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφαντός, ὑφάντης) + επίθημα ών (πρβλ. ἀγκ ών, στιγ ών)] …   Dictionary of Greek

  • tetrastigm — Geom. (ˈtɛtrəstɪg(ə)m) [f. Gr. τετρα tetra + στίγµα prick, mark, point.] The complete figure composed of four points in a plane and their six connecting straight lines; commonly called complete quadrangle. [see tetragram 2] …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»