Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στρᾰτηγ-ός

См. также в других словарях:

  • στρατήγ' — στρατηγί , στρατηγίς of the general fem voc sg στρατηγέ , στρατηγός leader masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • -ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …   Dictionary of Greek

  • κραμβίς — κραμβίς, ίδος, ἡ (Α) η κάμπια τής κράμβης («τίκτεται καὶ ἐν τῆ κράμβη σκωλήκων γένος... καλεῑται γοῡν κραμβίς», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + κατάλ. ις (πρβλ. στρατηγ ίς, φοινικ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • μαθητιώ — (AM μαθητιῶ, άω) έχω έφεση για μάθηση νεοελλ. μσν. είμαι μαθητής, μαθητεύω («η μαθητιώσα νεολαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαθητής + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • μαστιγιώ — μαστιγιώ, άω (Α) θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] …   Dictionary of Greek

  • συμμαθητιώ — άω, Α εφετ. τού συμμανθάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής + κατάλ. ιάω / ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιάω/ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • τυραννιώ — άω, ΜΑ 1. φέρομαι σαν τύραννος 2. τυραννησείω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + κατάλ. ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • υπερυθριώ — άω, Α (αμτβ.) 1. κοκκινίζω ελαφρώς 2. μτφ. ντρέπομαι ή διστάζω να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρυθρος + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. στρατηγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»