-
1 στρατηγιάω
στρᾰτηγ-ιάω, Desiderat. of στρατηγέω,A wish to be a general, Pherecr.250, X.An.7.1.33, D. 19.295, Plu.Eum.14; wish to make war, Str.4.6.7; to be going to war,ἐπί τινας Id.7.4.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατηγιάω
См. также в других словарях:
μαθητιώ — (AM μαθητιῶ, άω) έχω έφεση για μάθηση νεοελλ. μσν. είμαι μαθητής, μαθητεύω («η μαθητιώσα νεολαία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαθητής + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek
μαστιγιώ — μαστιγιώ, άω (Α) θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, ιγος + επίθημα ιάω (πρβλ. στρατηγ ιάω)] … Dictionary of Greek
συμμαθητιώ — άω, Α εφετ. τού συμμανθάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμμαθητής + κατάλ. ιάω / ιῶ (πρβλ. στρατηγ ιάω/ ιῶ)] … Dictionary of Greek