Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σταφυλῖνος

См. также в других словарях:

  • σταφυλῖνος — carrot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλίνος — ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες αρχ. 1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ. β. «σταφυλῑνος… …   Dictionary of Greek

  • σταφύλινος — ίνη, ον, Α [σταφυλή] (αμφβλ. γρφ·) αυτός που αποτελείται από σταφύλια …   Dictionary of Greek

  • σταφυλῖνοι — σταφυλῖνος carrot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλῖνον — σταφυλῖνος carrot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταφυλινάριον — τὸ, Α [σταφυλῑνος] μικρός σταφυλίνος, καροτάκι …   Dictionary of Greek

  • σταφυλινίδες — (Staphylinidae). Οικογένεια κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης των πολυφάγων. Έχουν μακρουλό σώμα με κοντά έλυτρα, αλλά οι πίσω πτέρυγες τους, που είναι διπλωμένες κάτω από τα έλυτρα, είναι συνήθως εντελώς αναπτυγμένες. Όταν ένα έντομο αυτής της… …   Dictionary of Greek

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • κερασκόμη — κερασκόμη, ἡ (Α) το φυτό σταφυλίνος ο άγριος, είδος καρότου …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»