-
1 σταφυλίνος
-
2 σταφυλῖνος
-
3 σταφυλῖνος
A carrot, Hp.Steril. 242, Nic.Fr.71; σ. κηπευτός, cultivated carrot, Daucus Carota, Dsc. 3.52; σ. ἄγριος, wild carrot, Daucus guttatus, ibid.;σ. χλωρός Aët. 12.42
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλῖνος
-
4 σταφυλίνοι
-
5 σταφυλῖνοι
-
6 σταφυλίνον
-
7 σταφυλῖνον
-
8 σταφυλίνου
σταφυλί̱νου, σταφυλῖνοςcarrot: masc gen sg -
9 σταφυλίνους
σταφυλί̱νους, σταφυλῖνοςcarrot: masc acc pl -
10 σταφυλίνω
-
11 σταφυλίνῳ
-
12 σταφυλίνων
σταφυλί̱νων, σταφυλῖνοςcarrot: masc gen pl -
13 δαῦκος
A Cretensis, Hp.Acut.23, Dsc.3.72 (who applies the name to two other species, Peucedanum Cervaria and Psychotis Amnis), POxy.1088.65, Gal.6.654; also, = σταφυλῖνος, wild carrot, Daucus Carota, Id.11.862, which is called [full] δαῦκον, τό, by Thphr.HP9.15.5 (but, = Malabaila aurea, ib.9.15.8,9.20.2): [full] δαύκειον, τό, Nic.Th. 858, 939: [full] δαυκίν (i.e. δαυκίον), Gp.12.1.2:—also [full] δαυχμός, Nic.Th.94 (cf. Sch. ad loc.), Al. 199.------------------------------------δαῦκος· ὁ θρασύς, Hsch. -
14 κέρας
κέρᾰς, τό, [dialect] Ep. gen. Κέρᾰος, [dialect] Att. [var] contr. κέρως; [dialect] Ep. dat. κέρᾰϊ (elided) or κέραι orAκέρᾳ Il.11.385
, cf. Hdn.Gr.2.75, κέρᾳ also in Th. 2.90, 7.6: nom. pl. κέρᾱ (v. infr.), gen. κεράων, κερῶν, dat. κέρασι, [dialect] Ep. κεράεσσι:—[dialect] Att. Inscrr. have dual [κέρ]ατε IG12.301.109
: pl. κέρατα ib.237.59; later [dialect] Ep. κεράατα ([pron. full] ?κέραςX ¯ ?κέραςX?κέραςX) Nic.Th. 291, κεράατος ([pron. full] ?κέραςX ¯ ?κέραςX?κέραςX) Arat.174, Q.S.6.225:—Hdt.has gen.κέρεος 6.111
, dat.κέρεϊ 9.102
: pl.κέρεα 2.38
, κερέων ib. 132; but Hp. has gen. sg. κέρως, pl. κέρατα, Aër.18. [In nom. and acc. κέρας, ᾰ always: in the obl. cases [pron. full] ᾰ in [dialect] Ep., asκέρᾰσιν Od.3.384
(in [var] contr. dat. κέρᾱ, nom. pl. κέρᾱ (cf. Batr.165), a is shortd. before a vowel, Il.11.385, Od.19.211); but [pron. full] ᾱ in Trag.and Com.,κέρᾱτος Hermipp.43
, , κεράτων [ᾱ] prob. in S.Tr. 519 (lyr.), . In later [dialect] Ep. the quantity varies.] ( κέρας is prob. related to κάρα; cf. κεραός.)I the horn of an animal, in Hom. mostly of oxen, Il.17.521, etc.;ταῦροι.. εἰς κέρας θυμούμενοι E.Ba. 743
; ὀφθαλμοὶ δ' ὡς εἰ κέρα ἕστασαν his eyes stood fixed and stiff like horns, Od.19.211; as a symbol of strength, LXX Ps.17(18).3, Diogenian.7.89, cf. Arist.PA 662a1; of elephants' tusks, Aret.SD2.13, Opp.C.2.494.II horn, as a material,αἱ μὲν γὰρ [πύλαι] κεράεσσι τετεύχαται Od.19.563
; the horn of animals' hoofs, Longus 2.28.1 bow,τόξον ἐνώμα.. πειρώμενος.. μὴ κέρα ἶπες ἔδοιεν Od. 21.395
, cf. Theoc.25.206, Call.Epigr.38, AP6.75 (Paul.Sil.); for Il.11.385 v. infr. v.l.2 of musical instruments, horn for blowing,σημῆναι τῷ κέρατι X.An.2.2.4
, cf. Arist.Aud. 802a17; also, the Phrygian flute, because it was tipped with horn (cf. Poll.4.74),αὐλεῖν τῷ κ. Luc.DDeor.12.1
;καὶ κέρατι μὲν αὐλεῖν Τυρρηνοὶ νομίζουσι Poll.4.76
, cf. Ath.4.184a.3 drinking-horn,ἐκ τοῦ κέρατος αὖ μοι δὸς πιεῖν Hermipp.43
, cf. X.An.7.2.23, OGI214.43 (Didyma, iii B.C.);ἐξ ἀργυρέων κ. πίνειν Pi.Fr. 166
, cf. IG12.280.77; ;ἐκπιόντι χρύσεον κ. S.Fr. 483
; for measuring liquids, Gal.13.435.4 Ἀμαλθείας κ. cornucopiae, v. Ἀμάλθεια.IV βοὸς κ. prob. a horn guard or cover attached to a fishing-line, Il.24.81, cf. Sch.;ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας Od.12.253
;ψάμμῳ κ. αἰὲν ἐρείδων AP6.230
(Maec.), cf. Aristarch. ap. Apollon.Lex.s.v. κέρᾳ ἀγλαέ, Arist. ap. Plu.2.977a (also expld. as a fishing-line of ox-hair (cf. infr.v.l), ap.Plu.2.976f, cf. Poll.2.31; perh. an artificial bait).3 in pl., horn points with which the writing-reed was tipped, AP6.227 (Crin.).V of objects shaped like horns,1 a mode of dressing the hair,κέρᾳ ἀγλαέ Il.11.385
(unless the meaning be bow), cf. Aristarch. ad loc., Herodorus and Apionap. Eust. ad loc.: hence κέρας is expld. as = θρίξ or κόμη, Apollon.Lex., Hdn.Gr. ap. Eust.l.c., Poll.2.31, Hsch.; cf. iv. l, and v. κεροπλάστης.2 arm or branch of a river,Ὠκεανοῖο κ. Hes. Th. 789
; ;τὸ Μενδήσιον κέρας Th.1.110
;ἐν Ἰνδοῖς ἐν τῷ Κέρατι καλουμένῳ Arist.Mir. 835b5
, cf. Mu. 393b5; τὸ κ. τὸ Βυζαντίων the 'Golden Horn', Str.7.6.2, cf. Plb.4.43.7, Sch.A.R.4.282; Ἑσπέρου K., name of a bay, Hanno Peripl.14, cf. Philostr.VS1.21.2.3 wing of an army, Hdt.9.26, etc.; or fleet, Id.6.8, Th.2.90, etc.; κ. δεξιόν, λαιόν, A.Pers. 399, E.Supp. 704;τὸ εὐώνυμον κ. ἀναπτύσσειν X.An.1.10.9
.b κατὰ κέρας προσβάλλειν, ἐπιπεσεῖν, to attack in flank, Th.3.78, X.HG6.5.16, etc.; κατὰ κ. προσιέναι, ἕπεσθαι, Id.Cyr.7.1.8 and 28;κατὰ κ. συμπεσών Plb.1.40.14
;πρὸς κ. μάχεσθαι X.Cyr.7.1.22
.c ἐπὶ κέρας ἀνάγειν τὰς νέας to lead a fleet in column, Hdt.6.12, cf.14;κατὰ μίαν ἐπὶ κέρως παραπλεῖν Th.2.90
, cf. 6.32, X.Cyr.6.3.34, Eub.67.4; of armies, κατὰ κέρας, opp. ἐπὶ φάλαγγος, X.Cyr.1.6.43, cf. An.4.6.6, HG7.4.23;εἰς κ. Id.Eq.Mag.4.3
;ἐκ κέρατος εἰς φάλαγγα καταστῆσαι Id.Cyr.8.5.15
; οὐκ ἐλᾶτε πρὸς τὸ δεξιὸν κ.; Ar.Eq. 243.b = μεραρχία, Ascl.Tact.2.10.6 mountainpeak, v.l. in h.Hom.1.8; spur,τὸ κ. τοῦ ὄρους X.An.5.6.7
, cf.Lyc. 534: in pl., extremities of the earth,γῆς Philostr.VA2.18
(pl.).7 in Anatomy, extremities of the uterus, Hp.Superf.1, Gal.7.266; of the diaphragm, Sor.1.57.b ἁπαλὸν κ., = πόσθη, Archil.171, cf.Neophro (?) in PLit.Lond.77 Fr.2.19, E.Fr. 278, AP12.95.6 (Mel.).8 of the πήχεις of the lyre,χρυσόδετον κ. S.Fr. 244
(lyr.) (rather than the bridge, because made of horn, Ael.Dion.Fr. 133, Poll.4.62).VI κέρατα ποιεῖν τινι to give him horns, cuckold him, prov. in Artem.2.11; cf.κερασφόρος 11
. -
15 φίλτρον
A love-charm, whether a potion, or any other means,ἔστιν.. φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp. 509
, cf. Ph. 1260, Andr. 540 (anap.), Arist.MM 1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.;οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9
: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr. 584, 1142.2 generally, charm, spell,οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64
; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch. 1029;δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA 917
, cf. Fr. 103 (anap.), HF 1407;αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι.. φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52
; of ἀρεταί, Id.Andr. 207;φίλτρα γάμου AP9.422
(Apollonid.);ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646
; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12
.3 love, affection, in pl., (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg.,τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7
(Smyrna, Epist.Severi et Caracallae);πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45
, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22;τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1
.III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλτρον
-
16 ἀπαφούλιστορ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαφούλιστορ
-
17 ἀσταφυλῖνος
A = σταφυλῖνος, Diocl.Fr.123.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσταφυλῖνος
-
18 ἀπαφουλίστωρ
Grammatical information: ?Meaning: · σταφυλῖνος H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Latte comments " ἀφ-υλίστωρ cum u.l. ἀπ-", but DELG comments that ἀφυλίζειν (`strain off') could mean `filter'(?), which does not fit semantically. Could it stand for *σταφουλ-?Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀπαφουλίστωρ
См. также в других словарях:
σταφυλῖνος — carrot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίνος — ο / σταφυλῑνος, ΝΜΑ γένος σαρκοφάγων ή σαπροφάγων κολεόπτερων εντόμων, που σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σταφυλινίδες αρχ. 1. ονομασία είδους καρότου (α. «σταφυλῑνος κηπευτός», Διοσκ. β. «σταφυλῑνος… … Dictionary of Greek
σταφύλινος — ίνη, ον, Α [σταφυλή] (αμφβλ. γρφ·) αυτός που αποτελείται από σταφύλια … Dictionary of Greek
σταφυλῖνοι — σταφυλῖνος carrot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλῖνον — σταφυλῖνος carrot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλινάριον — τὸ, Α [σταφυλῑνος] μικρός σταφυλίνος, καροτάκι … Dictionary of Greek
σταφυλινίδες — (Staphylinidae). Οικογένεια κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης των πολυφάγων. Έχουν μακρουλό σώμα με κοντά έλυτρα, αλλά οι πίσω πτέρυγες τους, που είναι διπλωμένες κάτω από τα έλυτρα, είναι συνήθως εντελώς αναπτυγμένες. Όταν ένα έντομο αυτής της… … Dictionary of Greek
δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερασκόμη — κερασκόμη, ἡ (Α) το φυτό σταφυλίνος ο άγριος, είδος καρότου … Dictionary of Greek
φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό … Dictionary of Greek