-
1 δαῦκος
A Cretensis, Hp.Acut.23, Dsc.3.72 (who applies the name to two other species, Peucedanum Cervaria and Psychotis Amnis), POxy.1088.65, Gal.6.654; also, = σταφυλῖνος, wild carrot, Daucus Carota, Id.11.862, which is called [full] δαῦκον, τό, by Thphr.HP9.15.5 (but, = Malabaila aurea, ib.9.15.8,9.20.2): [full] δαύκειον, τό, Nic.Th. 858, 939: [full] δαυκίν (i.e. δαυκίον), Gp.12.1.2:—also [full] δαυχμός, Nic.Th.94 (cf. Sch. ad loc.), Al. 199.------------------------------------δαῦκος· ὁ θρασύς, Hsch.
См. также в других словарях:
δαυκί — (daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή… … Dictionary of Greek