-
1 σταθμοίο
σταθμάομαιmeasure by rule: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic)σταθμάωmeasure by rule: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic)σταθμόνweight: neut gen sg (epic)σταθμόομαιform an estimate: pres opt mp 2nd sgσταθμόςstanding-place: masc gen sg (epic)σταθμόωpres opt mp 2nd sg -
2 σταθμοῖο
σταθμάομαιmeasure by rule: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic)σταθμάωmeasure by rule: pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic)σταθμόνweight: neut gen sg (epic)σταθμόομαιform an estimate: pres opt mp 2nd sgσταθμόςstanding-place: masc gen sg (epic)σταθμόωpres opt mp 2nd sg -
3 ΔΊω
ΔΊω, nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσϑαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v. l. δίες Iliad. 22, 251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχϑην; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 18, 584. 23, 475 Apollon. Lexic. p. 59, 7; Lehrs Aristarch. p. 59. 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Iliad. 9, 433. 11, 557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν; 5, 566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάϑοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο; Odyss. 22, 96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν; Iliad. 17, 666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen: Iliad. 12, 276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηίους προτὶ ἄστυ δίεσϑαι; Odyss. 17, 398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 20, 343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσϑαι μύϑῳ ἀναγκαίῳ; 21, 370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι; Iliad. 22, 456 δείδω μὴ δή μοι ϑρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται; 7, 197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται; 16, 246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται; 18, 162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴϑωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσϑαι; 17, 110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταϑμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ; Odyss. 17, 317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαϑείης βένϑεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δί. οιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Iliad. 23, 475; Iliad. 22, 189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάϑῃσι καταπτήξας ὑπὸ ϑάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων ϑέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ; 15, 681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καϑ' ὁδόν· πολέες τέ ἑ ϑηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰ. εὶ ϑρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Iliad. 12, 304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσϑαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασϑαι, δίομαι δ' ἀντία φάσϑαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357. 385 διόμεναι, Suppl 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
-
4 δίημι
δίημι, jagen, treiben, scheuchen, verwandt δίω, welches vgl.; das activum im composit. ἐνδίημι Iliad. 18, 584 οἱ δὲ νομῆες αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες, sie hetzten die Hunde an; vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 12, 276. 18, 162. 584. 23, 475. 17, 110 Scholl. Odyss. 17, 398 Apollon. Lexic. Homer. p. 68, 22; das passiv. im simpl. Iliad. 23, 475 αἱ δέ τ' ἄνευϑεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται, sie eilen dahin, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 12, 276. 18, 162. 23. 475; Iliad. 12, 304 von einem hungrigen Löwen οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn: die Stelle kann übrigens auch zu δίω gezogen werden, welches vgl. Bei Aeschyl. Pers. 700 ist für δίομαι vielleicht zu lesen δίεμαι.
-
5 κνυζηθμός
κνυζ-ηθμός, ὁ, prop. of dogs,A whining, whimpering, opp. barking or snarling,κύνες τε ἴδον καί ῥ' οὐχ ὑλάοντο, κνυζηθμῷ δ' ἑτέρωσε διὰ σταθμοῖο φόβηθεν Od.16.163
; of wild beasts, A.R.3.884; of young bears, Opp.C.3.169 (pl.); of children, Ath.9.376a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κνυζηθμός
-
6 μέμονα
A mṇ-), cogn. with μένος (cf. Il.5.135, 136), μαίνομαι: [ per.] 1sg.μέμονα Il.5.482
; [ per.] 2sg.μέμονας 9.247
, al.; [ per.] 3sg. μέμονε, μέμονεν, 12.304, 18.176, al.; [ per.] 2 dualμέμᾰτον 8.413
; [ per.] 1pl.μέμᾰμεν 9.641
; [ per.] 2pl.μέμᾰτε 7.160
; [ per.] 3pl.μεμάᾱσι 10.208
, 236, al.; [ per.] 3sg. imper. μεμάτω [ᾰ] 20.355; inf.μεμονέναι Hdt. 6.84
;μεμάμεν Hsch.
: [tense] plpf. [ per.] 3sg. μεμόνει prob. cj. in Theoc.25.64 (μέμοινε, μέμαεν codd.); [ per.] 3pl.μέμᾰσαν Il.13.337
: mostly in [tense] pf. part.μεμᾰώς 5.301
, al. ( μεμᾱώς nom. sg. masc. only Il. 16.754); which in [dialect] Ep. and Lyr. retains ω in oblique cases, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, exc. where we have μεμᾱότες, μεμᾱότε [ā metri gr.], Il.2.818, 13.197; fem.μεμᾰυῖα 4.440
, al. ( μεμᾱότας is dub. l. in Pi.O.1.89):— to be furiously or very eager, c. [tense] pres. inf.,λάβε φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μεμαώς Il.18.156
; μάλιστα δὲ φαίδιμος Ἕκτωρ ἑλκέμεναι μέμονεν ib. 176;μέμονέν τε μάχεσθαι Od.20.15
;μέμασαν δὲ μάχεσθαι Il.13.135
;ἀλεξέμεναι μεμαῶτα 1.590
;ἐρεσσέμεναι μεμαῶτες 9.361
;θεοὶ μεμαῶτα νέεσθαι ἔσχον Od.4.351
;τοῦ.. μεμάασιν ἀκουέμεν ὁππότ' ἀείδῃ 17.520
; μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι we would fain be, Il.9.641: c. [tense] aor. inf.,ἀποκτάμεναι μεμάασιν 20.165
; ;διαπραθέειν μεμαῶτες 9.532
;γούνων ἅψασθαι μεμαώς 21.65
;ἐξελθεῖν μεμαῶτα 22.413
; ;ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες Pi.N.1.43
: inf. omitted, ἐπεὶ μεμάασί γε πολλοί (sc. ἕταροί σοι γενέσθαι) Il.10.236: abs., rage, (lyr.); γαστέρα.. μεμαυῖαν ravenous, Od.17.286; βῆ μεμαώς he strode on eagerly, Il.10.339;ἕλκ' ἐπὶ οἷ μεμαὼς ὥς τε λίς 11.239
;ἆλτ' ἐπί οἱ μεμαώς 21.174
, cf. 22.326; ἐν πέτρᾳ μεμαώς, of a fisher, expectant, Theoc. 21.42: with Adv. of direction, πῇ μέματον; whither so fast? Il.8.413; πῇ μεμαυῖα κατ' Οὐλύμπου τόδ' ἱκάνεις; 14.298; πρόσσω μεμαυῖαι pressing forward, 11.615;ἀντικρὺ μεμαώς 13.137
;ἰθὺς μεμαῶτι 22.284
: so c. dat. instrum.,μεμαότες ἐγχείῃσι 2.818
.2 to be minded, purpose, intend: c. [tense] pres. inf., οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι has no mind to be chased, Il.12.304; ἀλλ' ἄνα, εἰ μέμονάς γε καὶ ὀψέ περ υἷας Ἀχαιῶν τειρομένους ἐρύεσθαι (perh. [tense] fut. inf.) 9.247; ποσσῆμαρ μέμονας κτερεϊζέμεν Ἕκτορα δῖον; 24.657;ἢ καταλείψουσιν.. ἦε μένειν μεμάᾱσι 22.384
, cf. 10.208, 409, Od.5.375: c.[tense] aor. inf., πῇ τ' ἂρ μέμονας καταδῦναι ὅμιλον; Il.13.307;εἰ.. μέματον καταδῦναι ὅμιλον 10.433
: c. [tense] fut. inf., sts. with sense of hoping, expecting, presuming, πῶς δὲ σὺ νῦν μέμονας, κύον ἀδεές, ἀντἴ ἐμεῖο στήσεσθαι; 21.481; ἀλλ' ἄγε, πῶς μέμονας πόλεμον καταπαυσέμεν ἀνδρῶν; 7.36, cf. 2.543, 12.197, 200, 218; οὕτω δὴ μέμονας Τρώων πόλιν εὐρυάγυιαν καλλείψειν (ἐκπέρσειν Zenod.
); 14.88, cf. 15.105;μέμονέν τε μάλιστα μητέρ' ἐμὴν γαμέειν καὶ Ὀδυσσῆος γέρας ἕξειν Od.15.521
;σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες 24.395
: c. acc. cogn., μέμονεν δ' ὅ γε ἶσα θεοῖσι deems himself a match for.., Il.21.315; τί μέμονας; what wishest thou ? A.Th. 686 (lyr.): c. gen.,μεμαυἶ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Il.5.732
; μεμαότε θούριδος ἀλκῆς mindful of.., 13.197 (cf.μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς 5.718
);ἦ τινα καὶ Δαναῶν, ἀλκῆς μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι 17.181
(unless ἀλκῆς goes only with σχήσω), cf. 9.655, 20.256, Od.22.172: abs.,διχθὰ δέ μοι κραδίη μέμονε Il.16.435
;δίδυμα μέμονε φρήν E.IT 655
(lyr.). -
7 φοβέω
Aφοβεόντων Hdt.7.235
: [dialect] Ion. [tense] impf. : [tense] fut. (lyr.), ([etym.] ἐκ-) Th.4.126 (dub.): [tense] aor.ἐφόβησα Il.15.15
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., [dialect] Ion. 2 sing.φοβέαι Hdt.1.39
; [dialect] Ion. imper. φοβεῦ or φοβέο, Id.1.9, 7.52: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] impf.φοβέοντο Il.6.41
: [tense] fut.φοβήσομαι 22.250
, Pl.Lg. 649c, D.15.23, etc.;φοβηθήσομαι X.Cyr.3.3.30
, Plu.Brut.40, Luc.Zeux.9, v.l. in Pl.R. 470a: [tense] aor. [voice] Pass.ἐφοβήθην Hdt.8.27
, etc., [dialect] Ep. [ per.] 3pl. ἐφόβηθεν or φόβηθεν, Il.15.326,5.498; [tense] aor. [voice] Med. ἐφοβησάμην only Anacreont.31.11: [tense] pf.πεφόβημαι Il.10.510
, etc.: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐπεφόβηντο X.HG7.4.32
, Th.5.50, [dialect] Ep.πεφοβήατο Il.21.206
.A [voice] Act., in Hom. (never in Od.) always in the sense put to flight, [ἴρηξ] ἐφόβησε κολοιούς Il.16.583
; [Ζεὺς] καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ ib. 689;Τρώων οὓς ἐφόβησας 22.11
;φοβῆσαίτε στίχας ἀνδρῶν 17.505
;σὸς δόλος.. ἐφόβησε δὲ λαούς 15.15
;σέ γέ φημι.. δουρὶ φοβῆσαι 20.187
; once in Hes., φοβέεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ' ἀνθρώπων l.c.II terrify, alarm, Hdt.7.235, etc.;μὴ φίλους φόβει A.Th. 262
; , cf. 1013, E.Hipp. 572 (lyr.); ;αἱ κάμηλοι ἐφόβουν τους ἵππους X.Cyr.7.1.48
;ρὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν, μὴ.. ἐπαγάγωνται Th.5.45
; c. dat.modi, (troch.);μεγαληγορίαισι φρένας E.Heracl. 357
(lyr.); τῷ μὲν Τισσαφέρνει τοὺς Ἀθηναίους φ., ἐκείνοις δὲ τὸν Τισσαφέρνην to frighten the Athenians with T., and T. with the Athenians, Th.8.82; c. part., λέγοντες φ. τινάς by saying, X.Eq.Mag.1.8; λέγοντες ὡς ἥξει βασιλεύς D 14.25: abs., (lyr.), by terror,Pl.
R. 551b.2 c.acc. rei, threaten with,φ. λιμόν D.H.6.51
.B [voice] Pass. and [voice] Med., in Hom. always in the sense to be put to flight (cf. Sch.A Il.5.223, al.), once in Od.,κύνες.. διὰ σταθμοῖο φόβηθεν 16.163
; freq. in Il., ;τοὶ δ' ἐφόβηθεν.. θεσπεσίῳ ὁμάδῳ 16.294
;κὰμ μέσσον πεδίον φοβέοντο βόες ὣς ἅς τε λέων ἐφόβησε 11.172
; also part.,μὴ καὶ πεφοβημένος ἔλθης 10.510
, cf. 15.4, 21.606; in flight,6.135
;βῆ δὲ φοβηθείς 22.137
: ὑπό τινος φοβέεσθαι to flee before him, 8.149;ὑπό τινι 15.637
; c. acc.,οὔ σ' ἔτι.. φοβήσομαι ὡς τὸ πάρος περ 22.250
.1 abs., (anap.); φοβηθέντες ᾤχοντο φεύγοντες flying in terror, Aeschin.1.43; ἃ μὴ οἶδα.. οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι, Pl.Ap. 29b, etc.: c. dat. instrum.,μάστιγι φ. E.Rh.37
(anap.): c. acc. cogn.,φ. αἰσχροὺς φόβους Pl.Prt. 360b
;ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν Ev.Marc.4.41
;τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε 1 Ep.Pet.3.14
.2 folld. by Preps., φ. ἀπό τινος to be afraid of one (prob. a Hebraism), LXXLe.26.2, Je.1.8, Ev.Matt.10.28, Ev.Luc.12.4; ἔκ τινος from some cause, S.Tr. 671; εἴς τι to be alarmed at a thing, Id.OT 980; , Luc.Prom.Es4, Lib.Or.50.18; ἐπί τινι fear for.. Luc. DMar.14.4; but φ. ἀμφὶ γυναικί fear about.., Hdt.6.62;περὶ ἡμῶν X. Cyr.5.2.35
, etc.; (περὶ σφίσιν αὐτοῖς τὸ κατάδηλον Th.4.123
);περὶ χωρίῳ Id.2.90
;ὑπὲρ τῶν μελλόντων And.4.36
; ;πρὸς ἀνδρὸς ἢ τέκνων S.Tr. 150
.3 folld. by a relat. clause, φοβεῑσθαι μὴ .. fear lest a thing will be.., E.Or. 770 (troch.), Ar. Pax 606 (troch.), Th.1.95, etc.; φ. ὅπως μὴ .. Id.6.13, X.Mem.2.9.3; φ. μὴ οὐ .. Id.Oec.16.6; freq. c.acc. folld. by μή, ταῦτ' οὖν φοβοῦμαι, μὴ .. S.Tr. 550, cf. X.An.7.1.2; φ. τοὺς οὐσίαν κεκτημένους, μὴ .. Pl.Phdr. 232c, cf. Th.1.88, etc.; φ. ὑπέρ τινος, μὴ .. Pl.R. 387c; c. inf. folld. byμή, φοβοίμην ἂν τῷ ἡγεμόνι ἕπεσθαι, μὴ ἀγάγῃ κτλ. X.An.1.3.17
, cf. Pl.Tht. 143e, Grg. 457e: also φ. ὅτι.., = φ. μὴ .., in a more positive sense, X.Cyr.3.1.1, D.C.52.26; φ. τόδε, ὅτι .. Th.7.67 (but φ. τὸ κάεσθαι, ὅτι ἀλγεινόν because.., Pl.Grg. 479a): διὰ τοῦτο φ. τινας, o(/ti .. lsoc.6.60; less freq. φ. ὡς .. X.Cyr.5.2.12; φ. πῶς χρὴ .. ib.4.5.19; φ. εἰ δεήσει .. ib.6.1.17.4 c. inf. with Art.,φ. τὸ ἀποθνῄσκειν Pl.Grg. 522e
, etc.: more freq. c. inf. alone, fear to do, be afraid of doing, A.Ch.46 (lyr.), S.Aj. 253 (lyr.), E. Ion 628, etc.: c. inf. [tense] fut., Th. 5.105.5 c. acc. pers., stand in awe of, dread,δαίμονας τοὺς ἐνθάδε A.Supp. 893
;στρατὸν Ἀχαιῶν S.Ph. 1250
;τοὺς ἄνω θεούς Pl.Lg. 927b
, cf. Isoc.1.16, etc.;τὰς κύνας X.Cyn.5.16
, etc.6 c. acc. rei, fear or fear about a thing, ;τὸ προσέρπον S.Aj. 227
(lyr.); ;τὸ τοιοῦτον σῶμα Pl.Phdr. 239d
;δουλείαν καὶ δεσμόν X.Cyr.3.1.24
.7 c. gen., πεφοβημένος νυκτός, θαλάσσης, Arat.290, 766.8 c. part.,προδιδοὺς φοβηθείς Lycurg.17
. -
8 ἀπείρητος
A without trial, and so:I [voice] Act., without making trial of, without making an attempt upon, c. gen., ἀπείρητος.. σταθμοῖο, of a lion, Il. 12.304: abs., making no attempt or venture, Pi.I.4(3).30.2 without trial or experience of, unknowing of, φιλότητος h.Ven. l. c., cf. J.BJ3.4.1, Plu.2.681c, etc.;στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν Pi.O.11
(10).18; ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀ. δόμοι not unvisited by.., Id.N.1.23; ἀ. πολεμίας σάλπιγγος that never heard an enemy's bugle, Demad.12: abs., inexperienced, opp. εὖ εἰδώς, Od.2.170, cf. Pi.O.8.61. Adv.ἀπειράτως, ἔχειν τινός Paus.10.7.1
.II [voice] Pass., untried, unattempted,οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀ. πόνος ἔσται.. ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο Il.17.41
(where however Nicanor took it in signf. 1.2);ἔστω μηδὲν ἀ. Hdt.7.9
.γ; οὐδὲν ἦν ἀπείρατον τούτοις κατ' ἐμοῦ D.18.249
, cf. J.BJ7.8.1, Luc. Tox.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπείρητος
-
9 δίεμαι
δίεμαι (cf. δίω), 3 pl. δίενται, inf. δίεσθαι: be scared away, flee; σταθμοῖο δίεσθαι, ‘from the fold,’ Il. 12.304 ; πεδίοιο δίενται, ‘speed over the plain,’ Il. 23.475.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δίεμαι
-
10 δίημι
δίημι, jagen, treiben, scheuchen; οἱ δὲ νομῆες αὔτως ἐνδίεσαν ταχέας κύνας ὀτρύνοντες, sie hetzten die Hunde an; αἱ δέ τ' ἄνευϑεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται, sie eilen dahin; von einem hungrigen Löwen οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταϑμοῖο δίεσϑαι, er will nicht weggehn
См. также в других словарях:
σταθμοῖο — σταθμάομαι measure by rule pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) σταθμάω measure by rule pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) σταθμόν weight neut gen sg (epic) σταθμόομαι form an estimate pres opt mp 2nd sg σταθμός standing place… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζηθμός — κνυζηθμός, ὁ (Α) 1. σιγανό γαύγισμα σκύλου με παράπονο («κνυζηθμῷ δ ἐτέρωσε διὰ σταθμοῑο φόβηθεν», Ομ. Οδ.) 2. μούγκρισμα θηρίου 3. κλαψούρισμα παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνυζῶ (Ι), κατά τα βρυχηθμός, μυκηθμός] … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek