Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δίημι

См. также в других словарях:

  • δίημι — (Α) [ίημι] 1. διαπερνώ 2. επιτρέπω τη διέλευση 3. διαλύω, απολύω 4. παθ. (για φυλακισμένους, αιχμαλώτους) απολύομαι, ελευθερώνομαι 5. μαλακώνω κάτι διαβρέχοντάς το 6. (για δόντια) ξεσφίγγω 7. φρ. «διίημί τι τοῡ στόματος» ξεστομίζω, αναφέρω …   Dictionary of Greek

  • δίημι — δίεμαι speed pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαίσιον — ή διέσιον, το (AM) διάλυση γάμου ή αρραβώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διέσιον < δίεσις < δίημι* (πρβλ. και λατ. repudium)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»