Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σπατίλη

См. также в других словарях:

  • σπατίλη — και πατίλη, ἡ, Α 1. υδαρές αποπάτημα 2. αποπάτημα, κόπρος 3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα ίλη, που απαντά σε λ. τού καθημερινού λεξιλογίου τής Αρχαίας (πρβλ. κον ίλη, μαρ ίλη). Η λ. με …   Dictionary of Greek

  • σπατίλη — σπατί̱λη , σπατίλη thin excrement fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπατίλας — σπατί̱λᾱς , σπατίλη thin excrement fem acc pl σπατί̱λᾱς , σπατίλη thin excrement fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… …   Dictionary of Greek

  • πατίλη — ἡ, Α βλ. σπατίλη …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • σπατίλουρος — ον, Α αυτός που έχει βρόμικη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατίλη «υδαρές αποπάτημα» + ουρος (< οὐρα), πρβλ. μελάν ουρος] …   Dictionary of Greek

  • σπατίλην — σπατί̱λην , σπατίλη thin excrement fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»