-
1 σπαστός
wavyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπαστός
-
2 ἀντίσπαστος
ἀντί-σπαστος, ον,A drawn in the contrary direction,νεφέλαι πνεύμασιν ἀ. Orph.H.21.5
.II ἀντίσπαστος (sc. πούς), ὁ, in Prosody, antispast, a foot made up of an iambus and trochee, ?ἀντίσπαστοςX - - ?ἀντίσπαστοςX, Heph. 3, Aristid.Quint.1.22.2 = ἀντίφθογγος, ἀντίσπαστα μέλη Phryn. Trag.11; (unless 'doubly twanged', of an instrument with two registers).III ἀντίσπαστον· φιλήματος ὄνομα, Hsch.IV Subst. [suff] ἀντί-σπαστος, ὁ, tackle, pulley-rope, Ath.Mech.9.13,al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίσπαστος
-
3 διάσπαστος
διά-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάσπαστος
-
4 δυσαπόσπαστος
δῠσαπό-σπαστος, ον,A hard to tear away, Posidon.15 J., Secund.Sent.10, Dsc.3.14. Adv.δυσαποσπάστως, ἔχειν Pl.Ax. 365b
, Aristeas 123, D.S.20.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσαπόσπαστος
-
5 δυσδιάσπαστος
δυσδιά-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιάσπαστος
-
6 εὐαπόσπαστος
εὐαπό-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαπόσπαστος
-
7 εὐδιάσπαστος
εὐδιά-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιάσπαστος
-
8 εὐπερίσπαστος
εὐπερί-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπερίσπαστος
-
9 κυνόσπαστος
κῠνό-σπαστος, ὁ,A = ἀγλαοφῶτις, Ael.NA14.24,27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνόσπαστος
-
10 λυκόσπαστος
A s.v. λελυκωμένα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λυκόσπαστος
-
11 πολύσπαστος
A drawn by many cords: πολύσπαστον, τό, compound pulley, Hero Bel. 84.11, Ath.Mech.33.3, Plu.Marc.14, Gal.18(1).747.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσπαστος
-
12 τετράσπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράσπαστος
-
13 τρίσπαστος
τρῐ-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίσπαστος
-
14 ἀδιάσπαστος
ἀδιά-σπαστος, ον,A not torn asunder, uninterrupted, unbroken, X.Ages.1.4, Plb.1.34.5; inseparable, Dam.Pr. 418, cf. Olymp.Alch.p.77B. Adv.- τως Steph.in Hp. 1.65
D., Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάσπαστος
-
15 ἀναπόσπαστος
ἀναπό-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπόσπαστος
-
16 ἀνασπαστός
ἀνα-σπαστός, όν,A drawn up, Ar.V. 382: but mostly, dragged up the country, of tribes compelled to emigrate into Central Asia, ;τούτους ἐξ Αἰγύπτου ἀ. ἐποίησαν παρὰ βασιλέα Id.4.204
, cf. 6.9, 32;τοὺς ἀ. κατοικίζειν Id.3.93
; εὐθὺς ἀ. removing hastily, Plb.2.53.5.2 of a door or gate, drawn back, opened from inside, S. Ant. 1186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνασπαστός
-
17 ἀντιπερισπαστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιπερισπαστός
-
18 ἀπερίσπαστος
ἀπερί-σπαστος, ον,A not diawn hither and thither, not distracted or hindered, Plb.2.67.7;ὕπνος Philum.
ap.Orib.45.29.57;θεωρία Porph.Abst.1.36
;τὸ ἀ.
freedom from distractions,Plu.
2.521c, LXXSi.41.1; παρέχεσθαί τινα ἀ. guarantee against annoyance, BGU1057.22 (i B.C.); but ἀ. τῆς σῆς εὐεργεσίας not able to be roused by it, LXXWi.16.11. Adv.- τως Plb.2.20.10
, 1 Ep.Cor.7.35;καθῆσθαι Arr.Epict.1.29.59
.2 uninterrupted, free from digressions, D.H.Th.9; τὸ ἀ. τῆς ἐξουσίας the fact of power not passing from hand to hand, Plu.Arist.5. Adv. - τως continually,ἐπαινεῖ τὸν οἶνον Ath.1.1c
c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερίσπαστος
-
19 ἀπόσπαστος
ἀπό-σπαστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόσπαστος
-
20 ἐπισπαστός
A drawn upon oneself, Ἶρος.. ἐπισπαστὸνκακὸν ἕξει Od.18.73
, cf. 24.462;λύπη Hld.2.6
;δεσποτεία D.C.62.3
; ἐπισπαστοί, of the suitors in the Od., Paus.8.12.6.II. ἐ. βρόχοι tight-drawn nooses, E.Hipp. 783.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπαστός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευπερίσπαστος — εὐπερίσπαστος, ον (Α) αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί σπαστος (< περι σπώ), πρβλ. α περί σπαστος, πολυ περί σπαστος] … Dictionary of Greek
ισόσπαστος — ἰσόσπαστος καί σόσπαστος, ον (Μ) εντελώς σπασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + σπαστος (< σπάζω), πρβλ. νευρό σπαστος, πολύ σπαστος] … Dictionary of Greek
λυκόσπαστος — λυκόσπαστος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) λυκοσπάς*, κατασπαραγμένος από λύκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + σπαστος (< σπάω), πρβλ. ανά σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
νευρόσπαστος — η, ο (Α νευρόσπαστος, ον) το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν) ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. 1. (μτφ). άνθρωπος που δεν… … Dictionary of Greek
καρδιόσπαστος — καρδιόσπαστος, η, ον (Μ) αυτός που σπάζει την καρδιά, που συγκλονίζει («ἔρωτα καρδιόσπαστον πάντες τὸν ὀνομάζουν», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + σπαστoς (< σπάζω), πρβλ. κυνό σπαστος, νευρό σπαστος] … Dictionary of Greek
τρίσπαστος — ον, Α 1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» τριπλή τροχαλία, Ορειβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον ονομασία χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπαστός (< σπάω / ῶ), πρβλ. τετρά… … Dictionary of Greek
monospastos — ► sustantivo masculino MECÁNICA Garrucha o polea que funciona independientemente. TAMBIÉN monopastos IRREG. plural monospastos * * * monospastos (de «mono » y el gr. «spastós») m. *Polea simple. ≃ Monopastos. ⇒ Polispasto[s]. * * * monospastos. ( … Enciclopedia Universal
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
κλαστόθριξ — κλαστόθριξ, ότριχος, ὁ (Α) πάπ. (πιθ. ερμ.) κατσαρομάλλης, σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός «σπαστός» + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λευκό θριξ, μεγαλό θριξ] … Dictionary of Greek
κυνόσπαστος — κυνόσπαστος, ὁ (Α) το φυτό αγλαοφώτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο) * + σπαστός (< σπάω / σπῶ)] … Dictionary of Greek
πολύσπαστος — η, ο / πολύσπαστος, ον, ΝΑ 1. αυτός που έλκεται ή σύρεται με πολλά σχοινιά 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύσπαστο (γενικά) σύμπλεγμα τροχαλιών από το οποίο ανυψώνεται μεγάλο βάρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. (ειδικά) τεχνολ. σύνολο πολλών τροχαλιών… … Dictionary of Greek