-
1 σπασμός
σπασμόςconvulsion: masc nom sg -
2 σπασμός
-οῦ ὁ N 2 0-0-0-0-1=1 2 Mc 5,2convulsion, spasm; μαχαιρῶν σπασμούς drawing of swords -
3 σπασμός
σπασ-μός, ὁ,=Aσπάσμα 1.2
, convulsion, spasm, Hdt.4.187, Hp.Aph.2.26, Th.2.49, Sor.1.46, al.;βρυχώμενον σπασμοῖσι S.Tr. 805
; fit of epilepsy, Hp.Coac. 350; ἐπιληπτικοὶ ς. Sor.1.96: metaph., ἔθαλψεν ἄτης ς. S.Tr. 1082.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπασμός
-
4 σπασμός
1) convulsion2) seizureΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σπασμός
-
5 σπασμοί
σπασμόςconvulsion: masc nom /voc pl -
6 σπασμούς
σπασμόςconvulsion: masc acc pl -
7 σπασμόν
σπασμόςconvulsion: masc acc sg -
8 σπασμοίς
-
9 σπασμοῖς
-
10 σπασμοίσι
-
11 σπασμοῖσι
-
12 σπασμοίσιν
-
13 σπασμοῖσιν
-
14 σπασμού
-
15 σπασμοῦ
-
16 σπασμώ
-
17 σπασμῷ
-
18 σπασμώι
-
19 σπασμῶι
-
20 σπασμών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σπασμός — convulsion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… … Dictionary of Greek
σπασμός — ο 1. ακούσια συστολή μυών ή νεύρων. 2. απότομη και μικρής διάρκειας κίνηση: Όταν τον πιάνει η νευρική κρίση, καταλαμβάνεται από σπασμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλονικός σπασμός — Διαταραγμένη αντίδραση των μυών, κατά την οποία το τέντωμα προκαλεί μια σειρά γρήγορων μυϊκών συσπάσεων … Dictionary of Greek
σπασμοῖς — σπασμός convulsion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσι — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῖσιν — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοί — σπασμός convulsion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμοῦ — σπασμός convulsion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμούς — σπασμός convulsion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπασμῶν — σπασμός convulsion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)