-
1 ασκαλαβώτης
-
2 ἀσκαλαβώτης
-
3 ἀσκαλαβώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκαλαβώτης
-
4 ασκαλαβώτας
ἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc acc plἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc nom sg (epic doric aeolic) -
5 ἀσκαλαβώτας
ἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc acc plἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 ασκαλαβωτών
-
7 ἀσκαλαβωτῶν
-
8 ασκαλαβώται
-
9 ἀσκαλαβῶται
-
10 ασκαλαβώταις
-
11 ἀσκαλαβώταις
-
12 ασκαλαβώτη
-
13 ἀσκαλαβώτῃ
-
14 ασκαλαβώτην
-
15 ἀσκαλαβώτην
-
16 ασκαλαβώτου
-
17 ἀσκαλαβώτου
-
18 καλαβώτης
A = ἀσκαλαβώτης, LXXLe.11.30, PMag.Lond.121.186.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαβώτης
-
19 κωλώτης
A = ἀσκαλαβώτης, Arist.HA 609b19, Babr.204, Hsch.; epith. of Dionysus, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλώτης
-
20 σκαλαβώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκαλαβώτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασκαλαβώτης — ἀσκαλαβώτης, ο (Α) η κατάστικτη σαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτης — spotted lizard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβῶται — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώταις — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτην — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτου — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτῃ — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαβώτης — ὁ, Α πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτας — ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc pl ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SAMIAMINTOS — Σαμιάμιντος Graecis recentioribus, antiquis ἀσκαλαβώτης, lacerti genus est in muris reprans et captans muscas, variis stellarum guttis, de quo vide quae supra diximus, in voce Ascalabotes seu Ascalaphus … Hofmann J. Lexicon universale