Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀσκαλαβώτης

См. также в других словарях:

  • ασκαλαβώτης — ἀσκαλαβώτης, ο (Α) η κατάστικτη σαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • ἀσκαλαβώτης — spotted lizard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβῶται — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβώταις — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβώτην — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβώτου — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσκαλαβώτῃ — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαλαβώτης — ὁ, Α πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] …   Dictionary of Greek

  • ἀσκαλαβώτας — ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc pl ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMIAMINTOS — Σαμιάμιντος Graecis recentioribus, antiquis ἀσκαλαβώτης, lacerti genus est in muris reprans et captans muscas, variis stellarum guttis, de quo vide quae supra diximus, in voce Ascalabotes seu Ascalaphus …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»