Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκοπ-ός

См. также в других словарях:

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • -scopio — ► sufijo Componente de palabra procedente del gr. skopeo, que significa observar, examinar, explorar: ■ arterioscopia. * * * scopia, scopio o scopo Elementos sufijos del gr. «skopéō», ver, que se encuentran en palabras cultas: ‘laringoscopia,… …   Enciclopedia Universal

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • πένθιμος — η, ο / πένθιμος, ίμη, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθους νεοελλ. 1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω… …   Dictionary of Greek

  • ροιά — η / ῥοιά, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοιή και ῥόα και ῥοά και ῥοή Α λόγια ονομασία τής ροδιάς νεοελλ. 1. εκρηκτικό βλήμα, παλαιός τύπος χειροβομβίδας που είχε σχήμα ροδιού 2. φρ. «ροιά φλογοβόλος» διακοσμητική αναπαράσταση τού βλήματος με φλόγα να βγαίνει… …   Dictionary of Greek

  • σκαφία — ή σκαφιά, ἡ, Α (σικελ. τ.) τάφρος, χαράδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω (βλ. σκάβω) + κατάλ. ιά (πρβλ. σκοπ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • σκοπή — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (811 κάτ., υψόμ. 210 μ.) στην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της επαρχίας, νοτιοδυτικά της Σητείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 938 κάτ.). 2. Μικρός… …   Dictionary of Greek

  • σκοπιά — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (332 κάτ., υψόμ. 450 μ.) στην επαρχία Φαρσάλων του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (36 τ. χλμ., 332 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (594 κάτ., υψόμ. 700 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του… …   Dictionary of Greek

  • σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»