Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκόπ-ιμος

См. также в других словарях:

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • πένθιμος — η, ο / πένθιμος, ίμη, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που αναφέρεται στο πένθος ή αυτός που είναι δηλωτικός πένθους νεοελλ. 1. αυτός που θυμίζει πένθος ή αυτός που προκαλεί συναισθήματα που ταιριάζουν σε πένθος, δηλ. θλίψη και μελαγχολία («θα πεθάνω… …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Έφεσο (Πράξεις α’ 39). Έδρασε ως ακόλουθος και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου (Β’ Προς Τιμόθεον δ’ 20) και διώχτηκε και κακοποιήθηκε μαζί με αυτόν. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»