Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκνίψ

См. также в других словарях:

  • σκνίψ — ιπός, ὁ, ΜΑ βλ. σκνίπα …   Dictionary of Greek

  • σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • CULEX — apud Graecos generale nomen non habuit olim. Nam βύτζα recens est et ex Arabibus sumptum: κώνωψ, est vinatius culex, de quo notus ille versus Hadtiani, Ambulare per popinas, Culices pati rotundos. Vide quoque infra voce Vinum. Ε᾿μπὶς, culex in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θριψ — ο (Α θρίψ, ιπός) νεοελλ. ζωολ. θυσανόπτερο έντομο αρχ. σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός… …   Dictionary of Greek

  • ιψ — ἴψ και ἶψ, γεν. ἰπός, ὁ (Α) 1. σκουλήκι που καταστρέφει κέρατα και ξύλα 2. σκουλήκι που καταστρέφει τα αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. μεταπλασμό τής λ. ἴξ κατά τα θρίψ, κνίψ, σκνίψ, με τις οποίες ο τ. ἶξ ομοιοκαταληκτεί] …   Dictionary of Greek

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • σκίψ — ιπός, ὁ, Α βλ. σκνίψ …   Dictionary of Greek

  • σκνίπτω — Α [σκνίψ, σκνιπός] (κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ …   Dictionary of Greek

  • σκνιπολογώ — έω, Α συλλαμβάνω σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σκνιποφάγος — ον, Α αυτός που τρώει σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»