Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκνῖπες

См. также в других словарях:

  • гоусѣница — ГОУСѢНИЦ|А (7*), Ѣ ( А) с. чаще собир. Гусеница: въ ·е͠і· д҃нь гѹсѣница быша. (σκνῖπες) ГА XIII–XIV, 60в; казнить Б҃ъ см҃ртью ли гладомъ. ли наведенье поганыхъ. ли ведромъ. ли гусѣницею. ли инѣми казньми. ЛЛ 1377, 56 об. (1068); и възда(м) вамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μάγνης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αιόλου και της Εναρέτης και πατέρας του μυθικού μουσικού Λίνου, γενάρχης των Μαγνήτων. II (Ικαρία περ. 480 π.Χ. – 450 π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο παλαιότερος ποιητής της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • κεράμβηλον — κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ) 1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο 2. είδος σκαθαριού που τό έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας ἔνιοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • κνιπολόγος — κνιπολόγος, ὁ (Α) ονομασία είδους δρυοκολάπτη που τρέφεται με σκνίπες («ἄλλος, ὅς καλεῑται κνιπολόγος, τὸ μέγεθος μικρός, ὅσον ἀκανθυλλίς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίψ ιπός + λόγος (< λόγος < λέγω με σημ. «συλλέγω», πρβλ. συκολόγος… …   Dictionary of Greek

  • σκνιπολογώ — έω, Α συλλαμβάνω σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • σκνιποφάγος — ον, Α αυτός που τρώει σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

  • ā̆ik̂- : ī̆k̂- —     ā̆ik̂ : ī̆k̂     English meaning: spear, pike     Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen”     Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»