Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σκνιπός

См. также в других словарях:

  • σκνιπός — και σκνιφός, ή, όν, Α 1. τσιγγούνης, φιλάργυρος 2. αυτός που έχει ασθενική όραση, μύωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» (πρβλ. κνιπός: κνίψ). Για τις μτφ. χρήσεις τών τ. βλ. λ. κνίψ] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπός — σκνῑπός , σκνιπός niggardly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκνιπότης — και σκνιφότης, ητος, ἡ, Α φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός με σημ. «φιλάργυρος» (βλ. λ. σκνιπός και κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπῶν — σκνῑπῶν , σκνιπός niggardly fem gen pl σκνῑπῶν , σκνιπός niggardly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκνιπόν — σκνῑπόν , σκνιπός niggardly masc acc sg σκνῑπόν , σκνιπός niggardly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • скнипа — вошь , церк., перм., сиб. (Даль), др. русск. скнипа (Зизаний, азбуковн.). Из ср. греч. σκνίπα комар, блоха , от греч. σκνί̄ψ, род. п. σκνιπός насекомое (Фасмер, Гр. сл. эт. 184; Gesprächbuch 51; Маценауэр, LF 20, 8) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σκιφός — και σκιπός, ή, όν, Α 1. φειδωλός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκιφός, ὁ μικρολόγος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκνιπός / σκνιφός] …   Dictionary of Greek

  • σκνίπα — (plebotomus). Δίπτερο μυζητικό έντομο της οικογένειας των Ψυχωδιδών, γνωστό και με το όνομα φλεβοτόμος. Έχει μήκος σώματος 1,3 ως 3,5 χιλιοστόμετρα και το μεγαλύτερο μέρος του είναι σκεπασμένο με χνούδι. Τα θηλυκά τρέφονται με αίμα, που είναι… …   Dictionary of Greek

  • σκνίπτω — Α [σκνίψ, σκνιπός] (κατά τον Ησύχ.) νύσσω, τσιμπώ, κεντώ …   Dictionary of Greek

  • σκνιπαίος — και δ. αν. σκνιφαῑος, αία, ον, Α σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται ή περιπλανάται μέσα στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνιπός / σκνιφός + κατάλ. αῖος, πιθ. και κατ επίδραση τού κνεφ αῖος, από όπου και η σημ. τής λ. (βλ. και λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • σκνιπολογώ — έω, Α συλλαμβάνω σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»