Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κνῖπες

См. также в других словарях:

  • κνῖπες — κνίψ masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίπες — κνίψ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνιψ — κνίψ, ιπός και σκνιψ, ιπός, ὁ, με ονομ. πληθ. σκνῑφες, οι (Α) 1. το έντομο σκνίπα («ἐγγίνεται γὰρ καὶ ἐν τούτοις θηρίδι ἄττα, κνῖπες, οἵ, ὅταν ἐν ταῖς συκαῖς γίνωνται, κατεσθίουσι τοὺς ψῆνας», Θεόφρ.) 2. μικρό μυρμήγκι 3. στον πληθ. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • κνιπούμαι — κνιποῡμαι, όομαι (Α) 1. (για τους οφθαλμούς) παθαίνω φλεγμονή 2. (κατά τον Ησύχ.) (για καρπούς) προσβάλλομαι από καπνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνίψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνιψ)] …   Dictionary of Greek

  • κνιπότης — κνιπότης, ητος, ή (Α) η φλόγωση τών οφθαλμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. τού κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)] …   Dictionary of Greek

  • ā̆ik̂- : ī̆k̂- —     ā̆ik̂ : ī̆k̂     English meaning: spear, pike     Deutsche Übersetzung: ‘spieß; with einer spitzen Waffe treffen”     Note: Both Root ak ̂ , ok ̂ : ‘sharp; stone” and Root üĭ k ̂ : īk̆ ̂ : ‘spear, pike” are reduced roots of an older root… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»