Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιωπ-ή

См. также в других словарях:

  • ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • μωμηλός — μωμηλός, ή, όν (Α) άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός, σφριγ ηλός)] …   Dictionary of Greek

  • σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • σφριγηλός — ή, ό, Ν αυτός που είναι γεμάτος σφρίγος, ακμαίος, ζωηρός («το ποταπό, το δύστροπο, το αχνό στα σφριγηλά μου σωθικά να πνίξω», Ελύτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφρίγος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Βελλιανίτη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»