-
1 σιωπηρός
σῐωπ-ηρός, ά, όν,= foreg., AP7.199, 211 (both Tymn.); σιωπηρότερος (- ηλότερος as cited in Ath.5.188a) X.Smp.1.9. Adv. - ρῶς Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιωπηρός
-
2 σιωπάω
Grammatical information: v.Meaning: `to be silent, to keep secret', also `to silence' (Hom.).Other forms: Aor. - ῆσαι (Il.), fut. - ήσομαι (Att.), - ήσω (Aeschin., hell. a. late), perf. σεσιώπηκα, pass. σιωπηθῆναι, - ηθήσομαι (Att.).Derivatives: σιωπ-ή f. `silence' (Pi., att.), very often dat. -ῃ̃ `in silence, still' (also Hom.), - ηλός (E., Arist., Call. etc.), - ηρός (X., AP) `silent', - ησις f. (also ἀπο-, παρα-, ὑπο-) `the being silent, muting' (Rhet. a. o.). -- Besides σωπάω in διασωπάσομαι, σεσωπαμένον (Pi.), εὑσωπία ἡσυχία H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From the broader attested and prob. older (?) σιγάω, σιγή, σῖγα not to be separated; perh. expressive cross with an other word (to Lat. sōpiō etc.?; cf. on ὕπνος). Genetic connection with Germ., e.g. Goth. sweiban `stop, suspend' (Curtius 379 with Fick, Persson BB 19, 265ff. a.o.; s. Bq) assuming an IE variation su̯ii̯ōp-: su̯īp- or a reduplication σι-σϜωπ- (IE su̯ō[i]p-: su̯īp-) is not credible. With Germ. agrees better σίπτα σιώπα Μεσσάπιοι H. -- Cf. on σῖγα w. further lit. -- Beekes, FS Kortlandt, assumes a Pre-Greek form *syōp- (or better *syup-).Page in Frisk: 2,713-714Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σιωπάω
См. также в других словарях:
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
κομπηρός — κομπηρός, ά, όν (ΑM) αυτός που γίνεται ή λέγεται με κομπασμό, με υπερηφάνεια, κομπαστικός, αλαζονικός. επίρρ... κομπηρῶς περήφανα, κομπαστικά, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek
σιγηρός — ά, όν, Α (αττ. τ.) σιγηλός. επίρρ... σιγηρῶς Α με σιγηρό τρόπο, σιωπηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή + επίθημα ηρός (πρβλ. οκν ηρός, σιωπ ηρός)] … Dictionary of Greek