Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σιώπησα

См. также в других словарях:

  • σιωπώ — σιώπησα, δε μιλάω, σωπαίνω: Παλαιότερα θεωρούνταν αρετή για ένα νέο να σιωπά όταν μιλούσαν οι μεγαλύτεροί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σιωπησάσης — σιωπησά̱σης , σιωπάω keep silence aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήσας — σιωπήσᾱς , σιωπάω keep silence aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήσασα — σιωπήσᾱσα , σιωπάω keep silence aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήσασαι — σιωπήσᾱσαι , σιωπάω keep silence aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήσασαν — σιωπήσᾱσαν , σιωπάω keep silence aor part act fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπήσασιν — σιωπήσᾱσιν , σιωπάω keep silence aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιωπώ — σιωπώ, σιώπησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»