-
1 σιωπηλός
-
2 σιωπηλος
-
3 σιωπηλός
σιωπηλόςsilent: masc nom sg -
4 σιωπηλός
σιωπηλός, schweigend, verschwiegen, schweigsam -
5 σιωπηλός
η, ό[ν] молчаливый; безмолвный -
6 σιωπηλός
[сьепилос] εκ. молчаливый, безмолвный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σιωπηλός
-
7 σιωπηλός
[сьепилос] επ молчаливый, безмолвный. -
8 σιωπηλός
A silent, E.Med. 320, Arist.Pr. 953b1, Plu.2.47d; σιωπηλότερος τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων Prov. ap. Suid. s.v. σιωπή; τὸ ς. taciturnity, Plu.Fab.1: of things,σ. κίθαρις Call.Ap.12
; θάλασσα calm, Gal.6.709. Adv.- λῶς Poll.5.147
.II σιωπηλόν, τό,= κατακάλυμμα, Sm.Is.47.2; cf. σιώπησις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιωπηλός
-
9 σιωπηλός
молчеливГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > σιωπηλός
-
10 σιωπηλός
silentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σιωπηλός
-
11 silent
σιωπηλός -
12 σιωπηλότερον
σιωπηλόςsilent: adverbial compσιωπηλόςsilent: masc acc comp sgσιωπηλόςsilent: neut nom /voc /acc comp sg -
13 σιωπηλόν
σιωπηλόςsilent: masc acc sgσιωπηλόςsilent: neut nom /voc /acc sg -
14 σιωπηλότατον
σιωπηλόςsilent: masc acc superl sgσιωπηλόςsilent: neut nom /voc /acc superl sg -
15 σιωπηρόν
σιωπηλόςsilent: masc acc sgσιωπηλόςsilent: neut nom /voc /acc sgσιωπηρόςmasc acc sgσιωπηρόςneut nom /voc /acc sg -
16 σιωπηλοί
σιωπηλόςsilent: masc nom /voc pl -
17 σιωπηλούς
σιωπηλόςsilent: masc acc pl -
18 σιωπηλήν
σιωπηλόςsilent: fem acc sg (attic epic ionic) -
19 σιωπηλότεραι
σιωπηλόςsilent: fem nom /voc comp pl -
20 σιωπηλότεροι
σιωπηλόςsilent: masc nom /voc comp pl
См. также в других словарях:
σιωπηλός — silent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλός — ή, ό / σιωπηλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν μιλά, που τηρεί σιωπή, σιγηλός 2. αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη φλυαρία, λιγομίλητος νεοελλ. φρ. α) «σιωπηλή μετάλλαξη» βιολ. μετάλλαξη που δεν μεταβάλλει τη λειτουργία τού γονιδίου και δεν … Dictionary of Greek
σιωπηλός — ή, ό επίρρ. ά αμίλητος: Παρέμεινε σιωπηλός ώρα πολλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιωπηλότερον — σιωπηλός silent adverbial comp σιωπηλός silent masc acc comp sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλῶν — σιωπηλός silent fem gen pl σιωπηλός silent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλότατον — σιωπηλός silent masc acc superl sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηρόν — σιωπηλός silent masc acc sg σιωπηλός silent neut nom/voc/acc sg σιωπηρός masc acc sg σιωπηρός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοῖς — σιωπηλός silent masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοί — σιωπηλός silent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιωπηλοῦ — σιωπηλός silent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)