-
1 σιαγόνας
σιᾱγόνας, σιαγώνjaw-bone: fem acc pl -
2 ῥαπίζω
ῥαπίζω (ῥαπίς ‘a rod’; since Xenophanes, Fgm. 7, 4 [Vorsokr.8 I 131; in Diog. L. 8, 36]; Hdt.; LXX; AscIs 2:12) fut. ῥαπίσω; 1 aor. ἐράπισα (on the spelling w. one ρ or two s. B-D-F §11, 1; Mlt-H. 101 f) lit., and almost always in non-biblical authors ‘strike with a club or rod’; the abs. ἐράπισαν Mt 26:67 could have this mng. But in the other places in our lit. the sense is clearly to strike with the open hand, esp. in the face, slap (Suda: ῥαπίσαι• πατάσσειν τὴν γνάθον ἁπλῇ τῇ χειρί.—Hyperid., Fgm. 97 and Plut., Mor. 713c ῥ. τινὰ ἐπὶ κόρρης; Achilles Tat. 2, 24; 5, 23; 6, 20 κατὰ κόρρης; Jos., Ant. 8, 408 in retelling the story of 3 Km 22:24 uses ῥαπίζειν instead of πατάσσειν ἐπὶ τὴν σιαγόνα; 1 Esdr 4:30; Hos 11:4 ῥ. ἐπὶ τὰς σιαγόνας; Phryn. p. 175 Lob.) ῥ. τινὰ εἰς τὴν σιαγόνα αὐτοῦ slap someone on the cheek Mt 5:39 (Lk 6:29 prefers the more elegant τύπτω; s. σιαγών). Also τὰς σιαγόνας τινὸς ῥ. GPt 3:9.—DELG. M-M. -
3 πρίω
πρίω, imperat. πρῖε, Ar. Ran. 927, perf. pass. πέπρισμαι, aor. pass. ἐπρίσϑην, die auch von dem durch Poll. 7, 114, wie es scheint, mehr empfohlenen u. bei Sp. häufigeren πρίζω abgeleitet werden können; – 1) sägen, durchsägen, zerschneiden; δίχα πρίσαντες, Thuc. 4, 100; ἐπρίσϑησαν, N. T. – Auch durchbohren, bei den Aerzten trepaniren. – 2) knirschen, πρίειν ὀδόντας, Ar. Ran. 927; auch σιαγόνας, Babr. bei Suid., eigtl. die Zähne gegen einander sägen, d. i. mit ihnen knirschen, vor Zorn und Wuth; dah. Ap. Rh. 4, 1671 λευγαλέον δ' ἐπι οἱ πρῖεν χόλον, er knirschte Zorn, wo E. M. λευγαλέος δέ οἱ πρῖεν χόλος las u. es durch ἔλαβεν erkl.; vgl. aber δάκνειν χόλον, Ap. Rh. 3, 1170, u. δάκνειν ϑυμόν, Opp. Cyn. 4, 138, u. s. auch Mein. Men. p. 278; dah. πριομένα κάλλει Γανυμήδεος Ἥρη, in Zorn gebracht durch die Schönheit, Antp. Thess. 43 (IX, 77). – Uebh. beißen, ὀδόντι πρῖε τὸ στόμα, Soph. frg. 777. – Fest wie mit den Zähnen fassen, packen, festhalten, bes. schnüren, festbinden, ζωστῆρι πρισϑεὶς ἱππικῶν ἐξ ἀντύγων, Soph. Ai. 1009, Schol. ἐξαφϑείς, δεσμευϑείς. – 3) wie πρήϑω, blasen, sprühen, schnauben; Hesych. erkl. πρίεται durch φυσοῠται, wie man die Stelle aus Ap. Rh. erkl. hat; vgl. Buttm. Lexil. I p. 105 u. II p. 256.
-
4 σιᾱγών
σιᾱγών, όνος, ἡ, Kinnbacken, Kinnlade, vgl. Arist. H. A. 1, 11; σιαγόνας μαλϑακάς, Soph. frg. 114 bei Ath. 94 e; Plat. Tim. 75 d; Sp., wie Luc. de luct. 19.
-
5 κοπιάω
κοπιάω, = κοπάζω, ermüden, matt, auch satt und überdrüssig werden; Ar. Th. 795; ὑπὸ τῶν ἀγαϑῶν κοπιᾶς Av. 734; ὅταν κοπιάσωσι διὰ τὸ μὴ κοιμηϑῆναι Arist. H. A. 8, 26; Sp., wie Polem. 2, 18; Ep. ad. 81 (XI, 56); κοπιῶ τὰ σκέλη Alexis bei D. L. 3, 27; τὰς σιαγόνας Clearch. Ath. IX, 416 b; auch ζῶν, Asc lpds 8 (XII, 46); vgl. Plut. reg. apophth. Them. p. 115. – Im N. T. = arbeiten, sich anstrengen, Matth. 6, 28.
-
6 αποσφιγγω
сжимать, (крепко) обматыватьἀποσφίγξας λωμάτιον Anth. — закутавшись в плащ;λόγος ἀπεσφιγμένος Luc. — сжатая речь -
7 ῥαπίζω
+ V 0-1-1-0-1=3 JgsB 16,25; Hos 11,4; 1 Ezr 4,30to strike, to thrash [τινα] JgsB 16,25ὡς ῥαπίζων ἄνθρωπος ἐπὶ τὰς σιαγόνας αὐτοῦ like a man that smites (another) on his cheeks, like a man that slaps (sb) in the face Hos 11,4; ἐρράπιζεν τὸν βασιλέα τῇ ἀριστερᾷ he struck the king with his left hand 1 Ezr 4,30→MM -
8 μαλθακός
A soft,I of things subject to touch,ἄνθεα h.Hom.30.15
; δρόσος, γυῖα, Pi.P.5.99, N.4.4;γνόφαλλον Alc.34
;τύλα Sapph.50
; σιαγόνας μαλθακὰς τίθησι, of a boxer, S.Fr. 112; μέχρις οὗ (ευ Pap.)..τὸ βρέγμα τῷ σκίπωνι μαλθακὸν θῶμαι Herod.8.8
; of ground, stoneless,χῶρός ἐστι μ. A.Fr.199.5
;τὰ μ. γαίας E.Hipp. 1226
; ; μ. τινά, opp. στερεόν, Pl.Phdr. 239c; μ. ὕδατα, of marsh water, Hp.Aër.1; μ. πῦρ a slow fire, Id.Ulc.12; μ. νηδύες relaxed, Id.Aër.7: [comp] Comp.ωτέρα σικυοῦ Theopomp.Com.72
: [comp] Sup., Eup.319. Adv. -κῶς, κατακεῖσθαι to recline on soft cushions, Ar.Ach.70; φιλήσατόν με μ. ib. 1200.II mostly metaph., faint-hearted, cowardly,αἰχμητής Il. 17.588
;ὄκνος Alc.Oxy.
l.c.;μηδὲ μ. γένῃ A.Eu.74
;τὸ μ. βίου E. Supp. 883
; μ. τι ἐνδιδόναι show signs of relenting, Id.Hel. 508; also, weak, feeble, Ar.V. 714.b = κίναιδος, Cael.Aur.TP4.131.2 in good sense, gentle, mild,ὕπνος Hes.Fr.121.4
;μαλθακὰ κωτίλλων Thgn.852
; οἶνος ὡς -ώτατος mild, weak, Hp.Morb.2.44; μ. φωνά, ἀοιδά, κοινωνία, φθέγμα, Pi.P.4.137, N.9.49, P.1.98,8.31;μ. ὀμμάτων βέλος A.Ag. 742
(lyr.);μ. λόγοι S.Ph. 629
; (lyr.); ἐς τὸ μ. προσάγεσθαι to bring to a mild temper, E.Or. 714; ὀργὴ γέροντος μ. mellow temper, S.Fr. 894; (lyr.); of pain, -ωτέρας ποιεῖν [τὰς ὠδῖνας] Pl.Tht. 149d. Adv. gently, mildly,τὸν κρατοῦντα -κῶς A.Ag. 951
;σκληρὰ μ. λέγειν S.OC 774
: neut. as Adv.,μαλθακόν σφ' ἐπόψεται A.Ag. 1642
: [comp] Comp. - ωτέρως, παραμυθούμενοι Pl Sph.230a.—Mainly poet., esp. Lyr. and Trag. ( μαλακός being the Prose word), but also in Hp. and Pl.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλθακός
-
9 πρίω
πρίω [(A)] (later πρίζω, πριόω, qq. v.), imper.A , Ar.Ra. 927: [tense] impf. ἔπῑον ([etym.] ἐξ-) Th.7.25 : [tense] aor.ἔπῑσα Hp.VC14
, Th.4.100: [tense] pf. πέπρῑκα ([etym.] ἐμ-) D.S.17.92:—[voice] Med., Babr.28.8, Luc.DMeretr.12.2:— [voice] Pass., [tense] fut.πρισθήσομαι Aen.Tact.19
: [tense] aor.ἐπρίσθην Hp.Epid.5.16
, 27: [tense] pf.πέπρισμαι Id.VC15
, Dsc.4.65, ([etym.] δια-) Pl.Smp. 193a, ([etym.] ἐκ-) Ar. Pax 1135 (dub.):—saw, π. δίχα saw asunder, Th.4.100;π. τὸν ἐλέφαντα Luc.Hist.Conscr.51
: abs., prob. in Ar.V. 694:—[voice] Pass.,κέρατα ὅταν πρισθῇ Plu.2.953b
;χειρὸς.. πριομένης
cut, abraded,Opp.
H. 3.315.2 in surgery, trephine, Hp.VC12, al., Epid.II.cc.II π. ὀδόντας grind or gnash the teeth, in disease, Hp.Prog.3; esp. with rage,μὴ πρῖε τοὺς ὀδ. Ar.Ra. 927
;τὰς σιαγόνας πρίων Babr.96.3
:—[voice] Med., Luc.DMeretr.12.2.2 generally, bite,ὀδόντι πρῖε τὸ στόμα S. Fr. 897
; [ἀμίαι] πρίουσι Opp.H.2.575
: metaph.,θυμὸν ὀδὰξ πρίοντες Id.C.4.139
; ἐπί οἱ πρῖεν χόλον gnashed fury against him, A.R.4.1671:—[voice] Pass., to be irritated, provoked, τινι by or at a thing,πριομένα κάλλει Γανυμήδεος AP9.77
(Antip. Thess.);ἔνδοθεν δὲ πρίεται Men.902
; but μὴ πρίου is prob. f.l. for μὴ πρήθου (cj. Bgk.) in Babr. 28.8.III seize as with the teeth, grip, bind fast, , cf.ἐκ 1.6
. [[pron. full] ῑ: [pron. full] ῐ only in later Poets,ἀπέπρῐσε AP11.14
(Ammian.).]------------------------------------πρίω [(B)], imper. of ἐπριάμην,A v. Πρίαμαι. -
10 ἀποσφίγγω
A squeeze tight, compress, bind up, τραῦμα cj. Littre/ in Hp.Art.69;σιαγόνας Luc.Luct.19
; λόγος ἀπεσφιγμένος a close-packed style, Id.Rh.Pr.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσφίγγω
-
11 ἄγχω
A , Luc.DMort.22.1: [tense] aor. 1 inf. ἄγξαι v.l. for ἄξαι LXX 4 Ma.9.17, ([etym.] ἀπ-) Ar. Pax 796:—[voice] Med. and [voice] Pass. (v. infr.) only in [tense] pres.:— squeeze, esp. the throat,ἄγχε μιν ἱμὰς ὑπὸ δειρήν Il.3.371
; embrace,μὴ θέλουσαν Anacreont.57.22
, cf. Herod. 1.18; hug, in wrestling, Id.2.12, Luc.Anach.1, Paus.8.40.2, Philostr.Im. 1.6 ([voice] Pass.); strangle, throttle, , cf. Ec. 638, 640;τὸν Κέρβερον ἀπῇζας ἄγχων Id.Ra. 468
, cf. Av. 1575;κἂν ταῦρον ἄγχοις Id.Lys.81
, cf. Crates Com.29, D.54.20, Theoc.5.106, APl.4.90;ἐν χαλινῷ τὰς σιαγόνας ἄ. LXX Ps.31
(32).9: metaph., of pressing creditors, Ar.Eq. 775, Luc.Symp.32;ψυχὴ ὑπὸ τοῦ σώματος ἀγχομένη Corp.Herm. 10.24
, cf. 7.3; of a guilty conscience,τοῦτο.. ἄγχει, σιωπᾶν ποιεῖ D.19.208
:—[voice] Med., strangle oneself, Hp. Morb.2.68:—[voice] Pass., Pi.N.1.46, D.47.59, Theoc.7.125; to be drowned, Hp.Virg.1.—Not in Trag. -
12 βάβρηξ
Grammatical information: m.\/f.?Meaning: βάβρῆκες τὰ οὖλα (gums) τῶν ὀδόντων, οἱ δε σιαγόνας οἱ δε ἐν τοῖς ὀδοῦσιν ἀπὸ τῆς τροφῆς κατεχόμενα (var. βέβρηκες τὸ ἔνδον τῶν σιαγόνων μέρος).Other forms: βάρηκες, s.v.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Kalléris, Macédoniens 114f. derives the word from a root βρ- in βίβρωσκω, but this has a root in laryngeal (hardly lost in composition). He and DELG connect βαβρήν, for which I see no reason. Is βάρηκες just a mistake? The meaning of βέβρηκες is not clear to me (hardly μέρος = `piece of food'). The word is prob. Pre-Greek, cf. the variation α\/ε. Cf. βαβρήν.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάβρηξ
-
13 ῥάπισμα
ῥάπισμα, ατος, τό (ῥαπίζω; Antiphon et al.)① a blow inflicted by some instrument such as a club, rod, or whip, blow (Antiphanes in Athen. 14, 623b; Lucian, Dial. Mer. 8, 2) so perh. οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔλαβον Mk 14:65 (s. λαμβάνω 5). But even here it may have the mng. that is certain for the other passages in our lit.:② a blow on the face with someone’s hand, a slap in the face (s. ῥαπίζω and cp. ῥάπισμα Ael. Dion. ε, 55 [ῥάπισμα τὸ ἐπὶ τῆς γνάθου]; Alciphron 3, 3, 2; schol. on Pla. 508d, also Anth. Pal. 5, 289 [VI A.D.] ῥ. ἀμφὶ πρόσωπα; AcJo 90 [Aa II/1 p. 195f]) διδόναι ῥάπισμά τινι give someone a slap in the face J 18:22 (but s. Field, Notes 105f); pl. 19:3. ἐάν τίς σοι δῷ ῥάπισμα εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα D 1:4. τιθέναι τὰς σιαγόνας εἰς ῥαπίσματα offer the cheeks to slaps B 5:14 (Is 50:6).—PBenoit, Les Outrages à Jésus Prophète, OCullmann Festschr., ’62, 92–110.—DELG s.v. ῥάπτω. M-M.
См. также в других словарях:
σιαγόνας — σιᾱγόνας , σιαγών jaw bone fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο … Dictionary of Greek
κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… … Dictionary of Greek