Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σιαγόνας

См. также в других словарях:

  • σιαγόνας — σιᾱγόνας , σιαγών jaw bone fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • βοοειδή — Οικογένεια αρτιοδακτύλων θηλαστικών, μηρυκαστικών, στην οποία ανήκουν πολλά οικιακά ζώα μεγάλου μεγέθους, χρήσιμα στην οικονομία των ανθρώπων, και πολλά άγρια, όπως ο βούβαλος, ο βίσονας, η αντιλόπη, το γκνου κ.ά. Τα β. ζουν σε όλα τα μέρη της… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • βατραχόψαρο — Ψάρι τελεόστεο, γνωστό επιστημονικά ως λοφίας οαλιεύς (lophius piscatorius). Το μεγάλο κεφάλι του και το μπροστινό μέρος του σώματός του είναι πεπλατυσμένα, γι’ αυτό πολύ λίγο προεξέχει από την επιφάνεια του αμμώδους ή λασπώδους βυθού, στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • κατακλείδι — το 1. η άρθρωση τού οστού τής κάτω σιαγόνας 2. η κάτω σιαγόνα, η κάτω γνάθος, το κατωσάγονο 3. κάθε άρθρωση τού σώματος, κλείδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατακλείδα (κατακλείς) με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • μεφίτις — (Mephitis mephitis). Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των μουστελιδών. Η μ. έχει περίπου το μέγεθος μιας κατοικίδιας γάτας, με μικρό κεφάλι, μικρά αυτιά, κοντά πόδια και μακριά χνουδωτή ουρά· το μήκος της κυμαίνεται μεταξύ 60 80 εκ., μαζί με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»