Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σαρδῖνος

См. также в других словарях:

  • σάρδινος — ὁ, Α (ενν. λίθος) ημιπολύτιμος λίθος, το σάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • σαρδίνος — ὁ, Α η σαρδίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάρδα με επίθημα ῖνος, το οποίο απαντά και σε άλλα ονόματα ψαριών (πρβλ. κεστρ ῖνος, κορακ ῖνος, σαργ ῖνος), βλ. και λ. σάρδα] …   Dictionary of Greek

  • σάρδα — ἡ, Α είδος ψαριού, η σαρδέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ψάρι σάρδα, όπως και τα σαρδῖνος και σαρδίνη, πήραν την ονομ. τους από την Σαρδηνία (πρβλ. Σαρδώ), όπου κυρίως παστώνονταν αυτά τα είδη ψαριών] …   Dictionary of Greek

  • σαρδέλα — (sardina pilchardus). Τελεόστεο της οικογένειας των Κλυπεϊδών, της τάξης των κλυπεόμορφων. Το ψάρι αυτό, που δεν έχει δόντια και το μήκος του κυμαίνεται μεταξύ 15 25 εκ., τρέφεται με πλαγκτόν, και ζει στον Ατλαντικό μεταξύ Μαδέρας και Ιρλανδίας,… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՐԴԻՈՆ — (ի, իւ, աց.) NBH 2 0700 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 11c գ. Բառ յն. լտ. σάρδιον եւ σάρδιος, σάρδινος sardius, sarda, sardinea gemmacarniola (որպէս թէ ʼի սարդիս քաղաքէ լիդացւոց, կամ ʼի սարդենիայ կղզւոյ). Քար… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σαρδίνους — σαρδί̱νους , σαρδῖνος pilchard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»