Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

υχος

См. также в других словарях:

  • στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… …   Dictionary of Greek

  • συλόνυξ — υχος, ό, ἡ, Α (για ψαλίδι) αυτός που κόβει τα νύχια («στόνυχες συλόνυχες» ψαλίδια για τα νύχια, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + ὄνυξ, υχος»νύχι»] …   Dictionary of Greek

  • πλουσιόψυξ — υχος, ὁ, ἡ, Μ άνθρωπος πλουσιόψυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουσιόψυχος, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα μονοκατάληκτα επίθετα της γ κλίσης (πρβλ. γαμψῶνυξ, ώνυχος)] …   Dictionary of Greek

  • υπώρυξ — υχος, ο, η, Ν (λόγιος τ.) ο σκαμμένος αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + ορύσσω] …   Dictionary of Greek

  • όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… …   Dictionary of Greek

  • μονώνυξ — μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ) βλ. μονώνυχος …   Dictionary of Greek

  • μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… …   Dictionary of Greek

  • σαρδόνυχας — ο / σαρδόνυξ, υχος, ΝΜΑ, και σαρδόνυχος Μ διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σάρδη χρησιμοποιείται ευρύτατα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» +… …   Dictionary of Greek

  • τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… …   Dictionary of Greek

  • onogh- (: ongh-, nogh-; Celt. n̥gh-), ongh-li- (*henegh-) —     onogh (: ongh , nogh ; Celt. n̥gh ), ongh li (*henegh )     English meaning: fingernail, claw     Deutsche Übersetzung: “Nagel an Fingern and Zehen, Kralle”     Note: partly with formants u (extended ut ) and lo     Material: O.Ind. áṅghri f …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»