-
1 παντο ῦχος
παντο ῦχος, Alles habend, in sich fassend, Sp.
-
2 πηδαλιο ῦχος
πηδαλιο ῦχος, das Steuerruder haltend u. führend, der Steuermann, Philo.
-
3 πολιο ῦχος
πολιο ῦχος, auch πολιήοχος u. dor. πολιάοχος, s. auch πολισσοῠχος, eine Stadt inne habend, bes. von den Schutzgottheiten einer Stadt, wie πολιεύς u. πολιάς; ὦ πολιοῠχοι ϑεοί, Aesch. Spt. 294; Suppl. 997; Athene in Athen, Ar. Equ. 579 Nub. 592; so Ἀϑηναίη πολιοῠχος bei den Chiern, Her. 1, 160; Athene auch Agath. 60 (IX, 154); Ζεύς, Plat. Legg. XI, 921 c; auch κράτος, Eur. Rhes. 821.
-
4 σκηπτο ῦχος
σκηπτο ῦχος, das Scepter habend, haltend, d. i. das Zeichen der höchsten Gewalt im Kriege u. im Frieden tragend; dei Hom. Beiwort von βασιλεύς, Il. 2, 86 Od. 2, 231 u. öfter; Eur. I. T. 235. – Am persischen Hofe der Scepterträger, ein hohes Hof- u. Staatsamt, das nur Verschnittene bekleideten, Xen. Cyr. 7, 3, 16. 8, 1, 38 An. 1, 6, 11, etwa Hofmarschall.
-
5 ταμιο ῦχος
ταμιο ῦχος, ὁ, die Vorrathskammer unter sich habend, also = ταμίας, Sp.
-
6 ταλαντο ῦχος
ταλαντο ῦχος, die Waage haltend u. abwägend; Ἄρης ταλ. ἐν μάχῃ, der das Kriegsglück in der Schlacht zuwägt, Aesch. Ag. 450.
-
7 τῑμο ῦχος
-
8 ξυλο-λυχνο ῦχος
ξυλο-λυχνο ῦχος, ὁ, Holzleuchter, Alexis bei Ath. XV, 700 e.
-
9 κρηνο ῦχος
κρηνο ῦχος, ὁ, Quellen beherrschend, Poseidon, Phurnut. 22.
-
10 κυν-ο ῦχος
κυν-ο ῦχος, ὁ, 1) Hundehalter, Hundeseil, Leon. Tar. 11 (VI, 298); auch κλοιὸς κυν., Hundehalsband, Philp. 8 (ot, 107). – 2) ein Sack od. Ränzel von Hundsfell, Xen. Cyn. 2, 9; VLL.
-
11 κεραυνο ῦχος
κεραυνο ῦχος, den Donnerkeil haltend, Zeus, Philo.
-
12 γαλακτο ῦχος
γαλακτο ῦχος, Milch habend, säugend, Poll. 3, 50.
-
13 γαλο ῦχος
γαλο ῦχος, = γαλακτοῦχος, Sp.
-
14 κλειδο ῦχος
κλειδο ῦχος, Schlüssel haltend, führend, νεκύων Bass. 10 (VII, 391), vgl. Ep. ad. 693 u. unten κλῃδοῦχος.
-
15 κληρο ῦχος
κληρο ῦχος, der durch das Loos Etwas erhält; αἴδεσαι δὲ μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον, der viele Jahre durch das Schicksal zugetheilt sind, Soph. Ai. 503; – bes. ein durch das Loos zugetheiltes Stück erobertes od. herrenloses Landes in Besitz nehmend, vgl. κληρουχέω u. Böckh's Staatshaush. I p. 460; Thuc. 3, 50 sagt κλήρους δὲ ποιήσαντες τῆς γῆς τριςχιλίους, τριακοσίους μὲν τοῖς ϑεοῖς ἱεροὺς ἐξεῖλον, ἐπὶ δὲ τοὺς ἄλλους σφῶν αὐτῶν κληρούχους τοὺς λαχόντας ἀπέπεμψαν, sie sandten durchs Loos gewählte Bürger zur Besitznahme der gemachten Landtheile aus; vgl. Her. 5, 77; Plut. Pericl. 11 u. a. Sp.; – γῆ κληροῦχος heißt das zu vertheilende Land, D. Hal. 8, 75.
-
16 κλῃδο ῦχος
κλῃδο ῦχος, wie κλειδοῦχος, die Schlüssel haltend, führend; ὁ, der Aufseher, Priester; Ἔρωτα τὸν τᾶς Ἀφροδίτας φιλτάτων ϑαλάμων κλῃδοῦχον Eur. Hipp. 541; Pallas, als Beschützerinn Athens, Ar. Thesm. 1142; Io, Priesterinn der Hera, Aesch. Suppl. 288; Eur. I. T. 132.
-
17 δεραιο ῦχος
δεραιο ῦχος, den Hals zusammenhaltend, zusammenschnürend, βρόχοι Aristonic. 1 (VII, 473).
-
18 δευτερο ῦχος
δευτερο ῦχος, den zweiten Platz einnehmend, Lycophr. 203.
-
19 διφρο ῦχος
διφρο ῦχος, einen Wagenstuhl habend; ἅρματα Melanippds. bei Ath. XIV, 651 f.
-
20 δεκαδο ῦχος
δεκαδο ῦχος, ὁ, Decemvir, Lys. frg. bei Harpocr.
См. также в других словарях:
στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… … Dictionary of Greek
συλόνυξ — υχος, ό, ἡ, Α (για ψαλίδι) αυτός που κόβει τα νύχια («στόνυχες συλόνυχες» ψαλίδια για τα νύχια, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + ὄνυξ, υχος»νύχι»] … Dictionary of Greek
πλουσιόψυξ — υχος, ὁ, ἡ, Μ άνθρωπος πλουσιόψυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πλουσιόψυχος, που σχηματίστηκε αναλογικά προς τα μονοκατάληκτα επίθετα της γ κλίσης (πρβλ. γαμψῶνυξ, ώνυχος)] … Dictionary of Greek
υπώρυξ — υχος, ο, η, Ν (λόγιος τ.) ο σκαμμένος αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)* + ορύσσω] … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
μονώνυξ — μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ (Μ, Α μῶνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ) βλ. μονώνυχος … Dictionary of Greek
μονώνυχος — η, ο και μώνυχος, η, ο (ΑΜ μονώνυχος, ον και μώνυχος, ον, Α και μώνυξ, υχος, ὁ, ἡ, τὸ, Μ και μονώνυξ, υχος, ὁ, ἡ) (για ζώα) αυτός που έχει ένα νύχι ή μια χηλή, μονόχηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ωνυχος / ωνυξ (< ὄνυξ, ὄνυχος «νύχι»). Οι τ.… … Dictionary of Greek
ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… … Dictionary of Greek
σαρδόνυχας — ο / σαρδόνυξ, υχος, ΝΜΑ, και σαρδόνυχος Μ διαφανής ποικιλία τού πυριτικού ορυκτού χαλκηδόνιος, που μαζί με τον σάρδη χρησιμοποιείται ευρύτατα, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ως ημιπολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρδιον «ημιπολύτιμος λίθος» +… … Dictionary of Greek
τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… … Dictionary of Greek
onogh- (: ongh-, nogh-; Celt. n̥gh-), ongh-li- (*henegh-) — onogh (: ongh , nogh ; Celt. n̥gh ), ongh li (*henegh ) English meaning: fingernail, claw Deutsche Übersetzung: “Nagel an Fingern and Zehen, Kralle” Note: partly with formants u (extended ut ) and lo Material: O.Ind. áṅghri f … Proto-Indo-European etymological dictionary