-
1 παναγρεύς
A one who catches everything, παναγρέος έλπίδα Μοίρης ib.7.609 (Id.); φυλάκων.. παναγρέακανθόν ib.5.218 (Id.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγρεύς
См. также в других словарях:
αγρεύς — Προσωνύμιο του Απόλλωνα σχετικό προς το κυνήγι (άγρα). Επώνυμο επίσης και του Αρισταίου, γιου του Απόλλωνα, του Βάκχου και του Ποσειδώνα. Στην Αττική, Α. ονομαζόταν o Παν, ως θεός των αγρών. * * * ἀγρεύς ( έως), ο (Α) ο κυνηγός, και ως επίθετο… … Dictionary of Greek
παναγρεύς — παναγρεύς, έως, ὁ (Α) αυτός που συλλαμβάνει κατά την άγρα οτιδήποτε, αυτός που αγρεύει τα πάντα, πανάγρετος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀγρεύς (< ἄγρα «κυνήγι»)] … Dictionary of Greek
ПАН — • Pan, Πάν, сын Гермеса и дочери Дриопа (Hom. hymn. 19, 34), или Зевса и аркадской нимфы Каллисто, или Зевса (или Гермеса) и Пенелопы, аркадский бог лесов и рощ (его имя происходит, вероятно, от πάω пасу). Он родился с рогами,… … Реальный словарь классических древностей