-
1 πανάγρυπνος
παν-άγρυπνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγρυπνος
См. также в других словарях:
πανάγρυπνος — πανάγρυπνος, ον (Α) τελείως άγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄγρυπνος] … Dictionary of Greek
1 πανάγρυπνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάγρυπνος
πανάγρυπνος — πανάγρυπνος, ον (Α) τελείως άγρυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄγρυπνος] … Dictionary of Greek