-
1 παναεικής
παν-αεικής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναεικής
См. также в других словарях:
παναεικής — παναεικής, ές (Α) πάρα πολύ σκληρός, απηνέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀεικής «ανάρμοστος, απρεπής»] … Dictionary of Greek