-
1 αγέλη
ἀγέληherd: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————ἀγέληherd: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 Αγέλη
-
3 ἀγέλη
ἀγέλη, ἡ, eine Heerde von getriebenem Vieh ( ἄγω), Trift, am häufigsten βοῶν, Hom, Pind., Soph.; ἵππων Il. 19, 281; ἵππων αἰγῶν τε Anaxandr. Ath. IV, 121 c; selbst Schafe einbegriffen, Xen. Mem. 3, 11, 5; πτηνῶν Soph. Ai. 168, ch.; Eur. Ion 106; von anderen Thieren, Sp.; ἀνδρῶν Plat. Legg. III, 694 e; vgl. bes. Polit. in vielen Stellen; μειρακίων Epicrat. Ath. II, 57 d; auch Anthol. – Bei den Kretern u. Spartanern hießen so die Abtheilungen der Knaben, welche zusammen erzogen wurden, Plut. Lyc. 16. – Uebtr. πόνων, Eur. Herc. Fur. 1275.
-
4 αγελη
дор. ἀγέλᾱ (ᾰγ) ἥ(πτηνῶν Soph., Eur.)
ἀγέλης φύλακες Plat. — пастухи;2) толпа, масса(παρθένων Pind.; ἀυδρῶν Plat.; πόνων Eur.)
3) ( в Спарте) отряд, группаπάντας ἑπταετεῖς γενομένους εἰς ἀγέλας κατελόχιζε Plut. — всех (мальчиков), достигших 7-летнего возраста, (Ликург) разделил на отряды
-
5 ἀγέλη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγέλη
-
6 ἀγέλη
-
7 ἀγέλη
Grammatical information: f.Meaning: `herd, troop' (Il.).Origin: IE [Indo-European] [4] *h₂eǵ- `drive'Etymology: From ἄγω, with l-suffix. Comparison with Lat. agilis, Skt. ajirá- `mobile, quick', agolum `staff of a shepherd' makes little sense.Page in Frisk: 1,9Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγέλη
-
8 ἀγέλη
ἀγέλη, ης, ἡ (Hom.et al.) herd of swine (Hes. Scutum 168; Eudoxus Rhod. [II B.C.] in Aelian, NA 10, 16) Mt 8:30–32; Mk 5:11, 13; Lk 8:32f.—DELG. M-M. -
9 ἀγέλη
Βλ. λ. αγέλη -
10 ἀγέλῃ
Βλ. λ. αγέλη -
11 Ἀγέλη
Βλ. λ. Αγέλη -
12 Ἀγέλῃ
Βλ. λ. Αγέλη -
13 ἀγέλη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀγέλη
-
14 αγέλη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αγέλη
-
15 αγέλη
η1) стадо; 2) презр, стадо, сборище, толпа -
16 ἀγέλη
стадо, табун, стая, толпа, масса.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγέλη
-
17 ἀγέλη
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀγέλη
-
18 ἀγέλη
-
19 αγέλη
[агели] ουσ. Θ. стадо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγέλη
-
20 ἀγέλη
-ης + ἡ N 1 0-2-1-6-1=10 1 Sm 17,34; 24,4; Is 60,6; Prv 27,23; Ct 1,7herd, flock 1 Sm 17,34; company, assembly 4 Mc 5,4Cf. WALTERS 1973 279(Jgs 5,16)
См. также в других словарях:
ἀγέλη — herd fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλῃ — ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
αγέλη — η 1. κοπάδι: Οι τάρανδοι ζουν σε αγέλες. 2. πλήθος ανθρώπων χωρίς πρωτοβουλία, που παρασύρεται, μπουλούκι: Αυτοί δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι, είναι αγέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀγέλη — Ἀγέλης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγέλῃ — Ἀγέλης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέλαι — ἀγέλη herd fem nom/voc pl ἀγέλᾱͅ , ἀγέλη herd fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληι — ἀγέλῃ , ἀγέλη herd fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέληφι — ἀγέλη herd fem dat pl (epic) ἀγέλη herd fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Агела — (άγελη) название бывших у дорян товариществ юношей, называвшихся потому агеластами (άγελάςος); один из них начальствовал над товарищами и назывался агелат (άγελάτης). Товарищества имели целью усовершенствование в гимнастике и военных упражнениях … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
АГЕЛА — • Αγέλη, так назывались товарищества, устраивавшиеся в дорических государствах, особенно у критян, из юношей, достигших 17 летнего возраста; членами такого товарищества они оставались до женитьбы. Цель этого учреждения была та, чтобы… … Реальный словарь классических древностей