-
41 υψιπετης
I.2находящийся в вышине, горний(οὐράνιον μέλαθρον Eur.)
II.(αἰετός Hom., Soph., Arph.; γέρανος Anth.; ἄνεμοι Pind.)
-
42 ταχυπέτης
A flying fast, Suid. s.v. ὠκύπτερον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταχυπέτης
-
43 αναπετης
-
44 γονυπετης
-
45 δακρυοπετης
-
46 διιπετης
-
47 διοπετης
-
48 δοριπετης
-
49 δραπετης
I1) бежавший, беглый(ἀνήρ Soph. и ἄνθρωπος Plat.; δοῦλος Her.)
δ. πούς Eur., Aeschin. — бегущий, беглец2) быстро убегающий, ускользающий, неуловимый(ὄλβος Pind.; τροχίλος Arst.; βίος Anth.)
δ. κλῆρος Soph. досл. — распадающийся (подраз. в урне) жребий, т.е. жребий, заранее обеспечивающий успех, подложный, нечестный ( при бросании жребия глиняный черепок подменяли иногда куском рыхлой земли)II -
50 δυσπετης
-
51 ευπετης
21) ( о жребии) счастливо выпадающий, счастливый Aesch.2) легкий, легко дающийся, совершаемый без труда(πήδημα Aesch.; ὁδός Plat.)
οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Plat. — ничто великое не легко;εὐ. χειρωθῆναι Her. — который можно легко завоевать;εὐ. ὀφθῆναι Plat. — который легко увидеть3) легкий для ношения, нетяжелый(σάγοι Polyb.; θυρεοί Plut.)
4) с легкостью совершаемый, т.е. быстрый, поспешный(ἀναφορά Arst.; ἀναχώρησις Plut.)
5) сговорчивый, уступчивыйὅπου τιθῇ τις, ἐνθάδ΄ ἐστὴν εὐ. Eur. — куда (его) кто-л. поместит, там он охотно (и) будет (находиться)
6) легко переносимый, т.е. не пьянящий(οἶνος Arst.)
-
52 κακοπετης
-
53 κλινοπετης
-
54 ουρανοπετης
-
55 περιπετης
21) упавший или падающийτοῖς ὀρύγμασι π. γενέσθαι Plut. — попасть в рвы;
ἀμφὴ μέσσῃ π. Soph. — обхватив поперек (тело мертвой Антигоны)2) попавшийἔγχος περιπετές Aesch. — вонзившийся (в тело) меч;
ποιεῖν αὑτοῖς περιπετεῖς τοὺς πολεμίους Plut. — опрокинуть врагов друг на друга, т.е. привести их в замешательство;ἐμφυλίοις πολέμοις π. γενέσθαι Plut. — стать жертвой междоусобных войн;π. εἶναι τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων (Ἀρχιλόχου) Luc. — быть мишенью желчных ямбов Архилоха;πόλις αὐτέ ἑαυτῇ π. γενομένη Plut. — город, охваченный внутренними раздорами;π. τῇ αἰτίᾳ τοῦ φόνου γενέσθαι Plut. — оказаться обвиненным в соучастии в убийстве3) закутанный(πέπλοισι Aesch.)
4) изменившийся к худшему, несчастный, неудачный(τὰ πρήγματα Her.)
περιπετεῖς ἔχειν τύχας Eur. — попасть в беду -
56 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный -
57 τηλοπετης
-
58 υπερπετης
21) летающий сверху, перелетающийτὰ βέλη ὑπερπετῆ τῶν πρωτοστατῶν Polyb. — стрелы, перелетающие через головы первых рядов;
ὑπερπετεῖς ποιήσασθαι τὰς τῶν βελῶν ἀφέσεις Plut. — придать стрелам дальность полета2) высоко поднятый, высокий(θωράκια Polyb.)
3) гордый, высокомерный Luc. -
59 χαμαιπετης
21) упавший на землю(ὑψόθεν χ. πίπτει Eur.)
2) лежащий на земле(φόνος χ. ματρός Eur.)
χαμαιπετὲς βόαμα προσχαίνειν τινί Aesch. — упав ниц, громко приветствовать кого-л.;χ. ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος χοιμώμενος Plat. — спящий под открытым небом (тж. на голой земле или на дорогах);στιβὰς χ. Eur. — постель (прямо) на земле3) ходящий по земле, т.е. не умеющий летать(στρουθοὴ οἱ μεγάλοι Luc.)
4) приземистый, низкий(δένδρα Polyb.; ἐλαία Luc.)
5) низкий, низменный, пошлыйχ. καὴ χαμαίζηλος Luc. — весь во власти низменных побуждений;
ὑπόμνημα τῶν γεγονότων κομιδῇ χαμαιπετές Luc. — исторический рассказ в грубом (вульгарном) стиле6) бесполезный, напрасный, пустой(ἔπος, λόγος Pind.)
-
60 ωκυπετης
См. также в других словарях:
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
ταχυπέτης — ο / ταχυπέτης ύπετες, Ν ΜΑ, και ταχυπετής, ές, ΜΑ νεοελλ. ζωολ. λόγια ονομασία γένους νηκτικών πτηνών μσν. αρχ. (κυριολ. και μτφ.) ταχύπτερος, αυτός που πετά γρήγορα («φθάνει τὸ τοῡ θανάτου ταχυπετὲς καὶ ὀξυδρόμον», Λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] … Dictionary of Greek
ιστιοπετής — ἱστιοπετής, ές (Α) (για πλοία) αυτός που κινείται γρήγορα με τα ιστία, ταχυπόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + πετής (< πέτομαι), πρβλ. αερο πετής, ουρανο πετής] … Dictionary of Greek
κακοπέτης — κακοπέτης, ες (Α) αυτός που πετά άσχημα («κακοπέτης δὲ καὶ χρόαν ἔχει μοχθηράν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. υψι πέτης, ωκυ πέτης] … Dictionary of Greek
κλινοπετής — κλινοπετής, ές (AM) κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι άρρωστίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ πετής, ουρανο πετής)] … Dictionary of Greek
μεσοπετής — μεσοπετής, ές (ΑM) αυτός που πετάει στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. προ πετής, υψι πετής] … Dictionary of Greek
πολυπετής — ές, Μ αυτός που έχει πέσει, που έχει προέλθει από πολλούς («λόγους πολυπετεῖς», Μ. Ψελλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πετής (< πίπτω), πρβλ. ευ πετής, χαμαι πετής] … Dictionary of Greek
χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… … Dictionary of Greek
αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… … Dictionary of Greek