-
1 προς-πετής
προς-πετής, ές, eigtl. zufallend, ἁρμονίαι, die einen gefälligen, sanften Tonfall haben, bequem ins Ohr fallen, D. Hal. Dem. 40.
-
2 προ-πετής
προ-πετής, ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Uebertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 ( Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῠ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσϑαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρϑένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.
-
3 χαμαι-πετής
χαμαι-πετής, ές, eigtl. auf die Erde fallend, auf der Erde, im Staube liegend, niedrig; ἄνα γε μάν, δόμοι, πολὺν ἄγαν χρόνον χαμαιπετεῖς ἔκεισϑ' ἀεί Aesch. Ch. 962; u. übertr., βόαμα Ag. 894; ὑψόϑεν χαμαιπετὴς πίπτει πρὸς οὖδας Eur. Bacch. 1109; στιβάς, εὐνή, Troad. 507 Cycl. 385; χαμαιπετὴς ἀεὶ ὢν καὶ ἄστρωτος Plat. Conv. 203 d; δένδρα Pol. 13, 10, 7; Sp.; χαμαιπετῶς ἐπαιρόμενος Luc. Icarom. 10; auch niedrig von Ausdruck, de hist. conscr. 16; – verloren gehend, vergeblich, λόγος Pind. Ol. 9, 13, ἔπος P. 6, 37.
-
4 προςπετής
προς-πετής, ές, eigtl. zufallend; ἁρμονίαι, die einen gefälligen, sanften Tonfall haben, bequem ins Ohr fallen -
5 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный -
6 χαμαιπετής
A falling to the ground,χ. πίπτει πρὸς οὖδας E.Ba. 1111
(s. v. l.); φόνος χ. blood that has fallen on the earth, Id.Or. 1491 (lyr.); δόμοι.. χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί ye were lying prostrate, A.Ch. 964 (lyr.); grovelling,μηδὲ.. χαμαιπετὲς βόαμα προσχάνῃς ἐμοί Id.Ag. 920
; χ. [βέλος], of a spent missile, Aen.Tact.32.9; χ. ἐλαῖαι windfall olives, Luc.Lex.13.4 of trees, creeping, dwarf, Plb.13.10.8.5 flying low,χ. στρουθοί Luc.Dips.2
.6 Adv. - τῶς along the ground, like a goose's flight, Id.Icar.10.II metaph., falling to the ground, i. e. coming to naught, λόγοι, ἔπος, Pi.O.9.12, P.6.37.2 grovelling, low, of style,κομιδῇ πεζὸν καὶ χ. Luc.Hist.Conscr.16
, cf. Somn.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαμαιπετής
См. также в других словарях:
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek
προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
παλιμπετής — παλιμπετής, ές (ΑΜ) αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω αρχ. 1. παλίνδρομος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πετής, που κατ άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ άλλους με… … Dictionary of Greek