Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περι-πετής

См. также в других словарях:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… …   Dictionary of Greek

  • περιπετής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τόν καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον 2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῑ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • προπετής — ές, ΝΜΑ, προπέτης, θηλ. έτισσα και παλ. τ. ις, Ν μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει προκλητικό ύφος, αυθάδης, θρασύς, ιταμός (α. «οἱ θρασεῑς καὶ προπετεῑς», Αριστοτ. β. «οἱ γλώσσῃ προπετεῑς», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. αυτός που έχει κλίση, που γέρνει προς… …   Dictionary of Greek

  • αερο- — α΄συνθ. λ. της Αρχαίας και της Νεοελληνικής από το ουσ. αήρ αέρας. Στα Νεοελληνικά απαντά συχνά και ως αγερο , πρβλ. αγέρας, π.χ. αρχ. νεοελλ. αερό βιος, αερο δόνητος, αερο δρόμος, αερο ειδής, αερο μαχία, αερο μιγής, αερο μιχλώδης, αερο πέτης,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»