Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πωλητήριον

См. также в других словарях:

  • πωλητηρίον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήριον — place where wares are sold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίοις — πωλητήριον place where wares are sold neut dat pl πωλητηρίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίου — πωλητήριον place where wares are sold neut gen sg πωλητηρίον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίων — πωλητήριον place where wares are sold neut gen pl πωλητηρίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητηρίῳ — πωλητήριον place where wares are sold neut dat sg πωλητηρίον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήρια — πωλητήριον place where wares are sold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πωλητήριο — το / πωλητήριον, ΝΑ, και άχρ. τ. πουλητήριο Ν νεοελλ. 1. έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται μία πώληση, συμβόλαιο πώλησης 2. αγγελία για πώληση ακινήτου ή άλλου αντικειμένου, η οποία τοιχοκολλείται αρχ. 1. τόπος όπου διεξάγονταν αγοραπωλησίες ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»