Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πτισάνης

См. также в других словарях:

  • πτισάνης — πτισάνη peeled barley fem gen sg (attic epic ionic) πτισάνης one who shells masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισάνης — και δωρ. τ. πτισάνας, ὁ, Α [πτισάνη] αυτός που πτίσσει, που ξεφλουδίζει δημητριακά …   Dictionary of Greek

  • πτισάναι — πτισάνη peeled barley fem nom/voc pl πτισάνᾱͅ , πτισάνη peeled barley fem dat sg (doric aeolic) πτισάνης one who shells masc nom/voc pl πτισάνᾱͅ , πτισάνης one who shells masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισάναν — πτισάνᾱν , πτισάνη peeled barley fem acc sg (doric aeolic) πτισάνᾱν , πτισάνης one who shells masc acc sg (epic doric aeolic) πτισάνης one who shells masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισάνας — πτισάνᾱς , πτισάνη peeled barley fem acc pl πτισάνᾱς , πτισάνη peeled barley fem gen sg (doric aeolic) πτισάνᾱς , πτισάνης one who shells masc acc pl πτισάνᾱς , πτισάνης one who shells masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισανορρυφίη — ἡ, Α η ρόφηση πτισάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτισάνη + ρρυφίη (< ῥυφῶ, ιων. τ. τού ῥοφῶ)] …   Dictionary of Greek

  • πτιστής — ὁ, Α [πτίσσω] ο πτισάνης* …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • πτισανᾶν — πτισάνη peeled barley fem gen pl (doric aeolic) πτισάνης one who shells masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισανῶν — πτισάνη peeled barley fem gen pl πτισάνης one who shells masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτισάναις — πτισάνη peeled barley fem dat pl πτισάνης one who shells masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»