-
1 λέκιθος
λέκῐθος (A), ὁ,A gruel of pulse or cereals,πτισάνης Hp.Mul.1.109
; φακῶν ib.52, cf. 2.192, Ar.Lys. 562, Pherecr.22, Alex.258, etc.; defined in Gal.6.782.II = φακῶν τὸ ἔνδον τοῦ λέπους, Id.19.117.-------------------------------------------λέκῐθος (B), ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέκιθος
-
2 λέκιθος
λέκιθοςgruel: masc nom sg -
3 λέκιθος
Grammatical information: m.Meaning: `gruel or pulse of cereals' (Hp., Gal., com.), f. `yolk' (Hp., Arist.)Derivatives: λεκίθιον n. ( PHolm. 19, 41), λεκιθ-ώδης `colour of yolk' (Hp., Thphr.), - ίτης ἄρτος `bread from leguminous plants' (Ath.; Redard 90).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Because of the suffixes (Schwyzer 510, Chantraine Form. 368) of foreign origin; Ch. recalls the GN Λεκίθη. For connection with λέκος, λεκάνη Grošelj Živa Ant. 2, 212 a. 4, 172.Page in Frisk: 2,103Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λέκιθος
-
4 λεκίθοις
λέκιθοςgruel: masc dat pl -
5 λεκίθου
λέκιθοςgruel: masc gen sg -
6 λεκίθους
λέκιθοςgruel: masc acc pl -
7 λεκίθων
λέκιθοςgruel: masc gen pl -
8 λέκιθοι
λέκιθοςgruel: masc nom /voc pl -
9 λέκιθον
λέκιθοςgruel: masc acc sg -
10 λεκίθω
-
11 λεκίθῳ
-
12 λεκιθώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεκιθώδης
-
13 μονολέκιθος
μονο-λέκῐθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονολέκιθος
-
14 συντήκω
A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30
; weld together,ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp. 192d
; τὰ μόρια γόμφοις ς. Id.Ti. 43a;συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c
.2 dissolve, liquefy,σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2
; melt down,στέαρ PRev.Laws 50.17
(iii B.C.); consume,αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long. 466b29
.3 metaph., cause to waste or pine away, (troch.);τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25
.II [voice] Pass. συντήκομαι, [tense] aor. 1 συνετήχθην, [tense] aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. [tense] pf. [voice] Act. συντέτηκα:— to be fused into one mass,συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c
;ᾠοῦ λέκιθος τούτοις.. διὰ μέλιτος.. συντακεῖσα Sor.2.13
;ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου.., συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121
: metaph., c. dat., become absolutely one with..,γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις.. ἀλόχοιο E.Supp. 1029
(lyr., dub.l.);κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr. 296
;ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3
;συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp. 192e
, cf. 183e.3 metaph., waste away,συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11
, cf. Thphr.Od. 61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El. 240, Or.34, cf. 283, Med. 689;πυρετοῖσι Aret.SD1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντήκω
См. также в других словарях:
λέκιθος — gruel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθος — Κύριο δομικό συστατικό των αβγών. Είναι γνωστό με την κοινή ονομασία κρόκος. Ο όρος λ. χρησιμοποιείται επίσης για να περιγράψει το σύνολο των στοιχείων που απαρτίζουν το ώριμο ωάριο, εκτός από τον πυρήνα και τη λεκιθική μεμβράνη. Η λ. του αβγού… … Dictionary of Greek
λεκίθοις — λέκιθος gruel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθου — λέκιθος gruel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθους — λέκιθος gruel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθων — λέκιθος gruel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεκίθῳ — λέκιθος gruel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθοι — λέκιθος gruel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκιθον — λέκιθος gruel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωικός πόλος — Ζ.π. χαρακτηρίζεται η περιοχή του ωαρίου στην οποία βρίσκεται ο θηλυκός πυρήνας, σε αντιδιαστολή προς τον φυτικό πόλο στον οποίο συγκεντρώνονται τα τροφικά συστατικά του ωαρίου, από τα οποία το σημαντικότερο είναι η λέκιθος. Είναι προφανές ότι ο… … Dictionary of Greek
κεντρολεκιθικός — ή, ό βιολ. φρ. «κεντρολεκιθικό αβγό» αβγό εντόμου στο οποίο η λέκιθος που είναι εσωτερική περιβάλλεται από μία περιφερειακή κυτταροπλασματική ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. centrolecithal < centro (< κέντρο[ν]) + lecithal (<… … Dictionary of Greek