Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρός-κτησις

См. также в других словарях:

  • κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

  • κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… …   Dictionary of Greek

  • κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»