-
1 πρόεδροι
πρόεδροςone who sits in the first place: masc nom /voc pl -
2 καθίζω
Aκάθιζον Il.3.426
,al.; in Proseἐκάθιζον X.HG5.4.6
, Din.2.13: [tense] fut.καθέσω Eup.12.11
D.; καθίσω (intr.) Apollod. Com.5; [dialect] Ion. κατίσω (trans.) Hdt.4.190; [dialect] Att. alsoκαθιῶ X.An.2
. 1.4, D.24.25, 39.11, IG22.778.13 (iii B.C.); [dialect] Dor. : [tense] aor. 1καθεῖσα Il.18.389
, al., subj. καθέσω h.Ap.ap.Th.3.104; inf.καθέσαι IG22.46
aB*21, 25 (v/iv B.C.); poet.κάθεσσα Pi.P.5.42
codd.; this [tense] aor. καθεῖσα has Ms. authority in E.Hipp.31 ( ἐγκαθ-, [voice] Med.), Ph. 1188, Hdt.1.88, 4.79, Th.7.82, but we also find [dialect] Ep. κάθῐσα, [dialect] Ion. κάτ- (for which κάθεσα, κάτεσον, etc., shd. perh. be restored), Il.19.280 (v.l. κάθεσαν), al., Hdt.1.89, 2.126, , Th.6.66 (leg. καθεῖσα), laterἐκάθῐσα X.Cyr.6.1.23
, Men.544, etc., cf. Poll.3.89; also [dialect] Ep. part.καθίσσας Il.9.488
; [dialect] Dor.καθίξας Theoc.1.12
, subj. καθίξῃ ib.51; late part. καθιζήσας, subj. - ζήσῃ, D.C.54.30, 37.27: [tense] pf.κεκάθῐκα D.S.17.115
, Ep.Hebr.12.2, A.D.Synt.323.23:—[voice] Med., [tense] impf.ἐκαθιζόμην Ar.V. 824
,κὰδ.. ἵζ- Il.19.50
: [tense] fut.καθιζήσομαι Pl.Phdr. 229a
, Euthd. 278b, ([etym.] προς-) Aeschin.3.167, laterκαθίσομαι Ev.Matt.19.28
, Plu.2.583f, , al.: [tense] aor. 1καθεσσάμην Anacr.111
; alsoἐκαθισάμην SIG975.6
(Delos, iii B. C.), Hsch., ([etym.] ἐπ-, παρ-) Th.4.130 codd., D.33.14; [dialect] Ep.ἐκαθισσάμην Call.Dian. 233
,καθισσάμην A.R. 4.278
, 1219:—[voice] Pass., [tense] aor. 1 part.καθιζηθείς D.C.63.5
:I causal, make to sit down, seat,ἄλλους μὲν κάθισον Τρῶας Il.3.68
;μή με κάθιζ' 6.360
; ;κὰδ δ' εἷσ' ἐν θαλάμῳ 3.382
;τὴν μὲν.. καθεῖσεν ἐπὶ θρόνου 18.389
;κατίσαι τινὰ ἐπ' οἰκήματος Hdt.2.121
.έ; καθιεῖν τινα εἰς τὸν θρόνον, i.e. to make him king, X. An.2.1.4;ἐπὶ θρόνον Phld.Vit.p.22
J.2 set, place,τὸν μὲν.. καθεῖσεν ἐπ' ἠϊόεντι Σκαμάνδρῳ Il.5.36
;κὰδ δ' ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν 2.549
;Κρόνον.. Ζεὺς γαίης νέρθε καθεῖσε 14.204
; ; κ. στρατόν encamp it, Id.Heracl. 664, cf. Th.4.90;κ. τὸ στράτευμα ἐς Χωρίον ἐπιτήδειον Id.6.66
;σύλλογον εἰς Χωρίον κ., Χωρὶς μὲν τοὺς ὁπλίτας, Χωρὶς δὲ τοὺς ἱππέας Pl.Lg. 755e
.b post watchers, guards, etc.,σκοπὸς ὅν ῥα καθεῖσεν Αἴγισθος Od.4.524
; κατίσαι φυλάκους set guards, Hdt.1.89, cf. X.Cyr.2.2.14;ἄλλους κάτισον ἀγαγὼν κατὰ τὰς.. πύλας Hdt.3.155
;κ. ἐνέδραν Plu.Publ.19
: rarely of things,τι ἐπὶ τηγάνοις Pherecr.127
.4 cause an assembly, court, etc., to take their seats, convene,ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
; ὅταν καθέσωσιν ἀγῶνα h.Ap.ap.Th.3.104;κ. τὸ δικαστήριον Ar.V. 305
, cf. D.39.11, IG22.778.13;νομοθέτας D.24.25
, prob. in Id.3.10; but κ. τινὶ δικαστήν appoint a judge to try a person, Pl.Lg. 874a; ; constitute, establish,δικαστήρια Pl.Plt. 298e
;βουλὴν ἐπίσκοπον πάντων Plu.Sol.19
.5 put into a certain condition, esp. in the phrase κλαίοντά τινα κ set him aweeping, κλάοντα καθέσω ς' Eup. l.c., cf. Pl. Ion 535e, X.Cyr.2.2.15; but ib.14 κλαίειν τινὰ κ. to make him weep: for Theoc.1.51, v. ἀκράτιστος.II intr., take one's seat, sit, abs., Il.3.394, etc.; μετ' ἀθανάτοισι, ἐν θρόνοισι καθίζειν, 15.50, Od.8.422; ἐν [ θώκοισι] Hdt.1.181; ἐπὶ τοῖς ἐργαστηρίοις or τῶν -ίων, Isoc.18.9, 7.15;ἐπὶ σκίμποδα Ar.Nu. 254
;ἐπὶ δένδρου Arist. HA 614a34
(but κ. ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 197); of suppliants,κ. ἐπὶ τὸν βωμόν Th.1.126
, Lys.13.24;εἰς γόνυ D.S.17.115
: in Poets also c. acc., , El. 980; βωμόν, ὀμφαλόν, ἱερά, Id.HF48, Ion6, 1317.2 sit, recline at meals, X.Cyr.8.4.2.3 sit as judge, Hdt.1.97, 5.25, Pl.Lg. 659b, Ph.1.382; hold a session, of the πρόεδροι, D.24.89, cf. Hermes 17.5 ([place name] Delos).5 settle, sink down,ἐπὶ τὰ ἰσχία καθίσαι τὼ ἵππω Pl.Phdr. 254c
;καθίσας ὁ φελλὸς ἀνοίξει τὸν κρουνόν HeroSpir.1.20
.6 of ships, run aground, be stranded, Plb.1.39.3, Str.2.3.4.III [voice] Med.in intr.sense, Il.19.50(in tmesi), Theoc.15.3, etc.;εἰς τὸν αὐτὸν θᾶκον Pl.R. 516e
; ἐὰν δὲ καθίζεσθαι κελεύσῃ if he order them to take their seats (among the spectators in the theatre), D.21.56 (nisi leg. καθέζεσθαι, as also ib.162, both readings are found ib.119);καθίζεσθαι ἢ κατακλινῆναι Pl.Phdr. 228e
.2 of birds, settle, alight, Arist.HA 614b23.3 leave goods purchased in a market, SIG975.6 (Delos, iii B.C.).--[dialect] Att. in this signf. acc. to Hsch. -
3 κληρόω
Aκλαρώεν Foed.Delph.Pell. 1
A6, (Stiris, ii B.C.): ( κλῆρος A):— appoint by lot,ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχάς Isoc.7.22
; ; (Ephesus, iii B.C.); τὰ δικαστήρια ib.647.33; ἄλλον [ἱερόν] IG5(1).1390.6(Andania, i B.C.); also, of the lot, fall on, :—[voice] Med., cast lots for office, of candidates, , cf. 24.13;κ. ἱερωσύνης D.57.62
;κληρουμένων ἐπιμελῶς Arist.Ath.27.4
;ὃς ἂν κληρούμενος λαγχάνῃ Pl.Plt. 298e
:—[voice] Pass., to be appointed by lot, Arist. Ath.43.2, Decr.ib.30.5, SIG525.11 (Crete, iii B.C.), IG5(1).1390.132 (Andania, i B.C.), etc.; [πρόεδροι] κεκληρωμένοι D.24.89
;κεκληρῶσθαι ἄρχειν Luc.Luct.2
.2 cast lots, Pl.Lg. 759c, 856d; κληρώσω πάντας I will make all draw lots, Ar.Ec. 682;κ. τὰς φυλάς Plb.6.20.2
:—[voice] Med., A.Th.55, Ar.Ec. 836, D.21.133; ὅτε ἐκληροῦσθε when you were drawing lots, Id.19.1.3 [voice] Med., have allotted one, obtain by lot,δεσπότας E.Tr.29
;ἱερωσύνην Aeschin.1.188
;ἀμπέλων δεκανίαν IGRom.4.1675
([place name] Lydia): metaph., obtain as one's sphere or province,τὸ ταὐτὸν ὁ δημιουργὸς ἐκληρώσατο Dam.Pr. 321
; Astrol.,ἥλιος κληρωσάμενος τὴν ὥραν Vett.Val.61.1
; κεκληρῶσθαι to be in possession of, to have, Hp. Ep.20, Procl.Inst. 110;τὴν καρδίαν κεκλήρωται ἐπὶ τῇ φάρυγγι Ael. NA5.31
.II allot, assign,ὔμμε δ' ἐκλάρωσε πότμος Ζηνί Pi.O.8.15
;μοίρας, τὴν μὲν ἐπὶ μονῇ, τὴν δ' ἐπὶ ἐξόδῳ Hdt.1.94
;ἓν ἑκάστῳ ἐκλήρωσαν Th.6.42
:—[voice] Pass.,ἐκληρώθην δούλη E.Hec. 100
(anap.).
См. также в других словарях:
πρόεδροι — πρόεδρος one who sits in the first place masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРЕДРЫ — • Πρόεδροι, см. Βουλή, Буле, 4. • Προεισφορά, см. Πρόσοδοι, Доходы государства, Ι, 12 … Реальный словарь классических древностей
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
БУЛЕ — • Βουλή, совет. Уже у Гомера мы видим противоположение совета знатных и князей общему собранию войска (Il. 2). В аристократических государствах главы знатных фамилий, призванные к тому по выбору или по рождению, образовали совет, в… … Реальный словарь классических древностей
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Prytaneis — The Prytaneis were the executives of the boule of ancient Athens. The term (like basileus or tyrannos ) is probably of pre Greek origin, possibly cognate to Etruscan (e)pruni .Origins and organizationWhen Cleisthenes reorganized the Athenian… … Wikipedia
APOEL F.C. — Infobox football club clubname = APOEL F.C. fullname = Athletikos Podosferikos Omilos Ellinon Lefkosias (Athletic Football Club of Greeks of Nicosia) el. Aθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Eλλήνων Λευκωσίας nickname = Τhrylos (Legend) ( el. Θρύλος )… … Wikipedia