-
21 πρέμνον
1 base of a pillar δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαὶ πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων κίονες of the pillars on which Delos rested fr. 33d. 6. -
22 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
23 θέναρ
A palm of the hand, πρυμνὸν ὕπερ θέναρος, i.e. just below the wrist, Il.5.339;χειρὸς τὸ ἐντὸς θέναρ Arist.HA 493b32
, cf. Poll.2.143.b pl., the two muscles forming the borders of the palm, Gal.UP2.3.3 metaph., θ. βωμοῖο hollow in the top of the altar, on which the offerings are laid, Pi.P.4.206; ἁλὸς θ. hollow bed of the sea, Id.I.4(3).56. (Cf. OHG. tenar 'palm of the hand'.) -
24 μυών
A cluster of muscles, muscle,πρυμνὸν σκέλος, ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται Il.16.315
, cf. 324 (pl.), A.R.4.1520, Theoc.25.149. -
25 πρυμνός
A hindmost, undermost, end-most, π. βραχίων the end of the arm (where it joins the shoulder), Il.13.532, 16.323; π. γλῶσσα, κέρα, σκέλος, ὦμος, the end of the [limb] next the body, 5.292, 13.705, 16.314, Od.17.504; ὕλην π. ἐκτάμνειν cut off at the root, Il.12.149; δόρυ π. the lowest part of a spear-head (where it joins the shaft), 17.618; [λᾶας] πρυμνὸς παχύς broad at base, opp. ὕπερθεν ὀξύς, 12.446; πέτραι τε [πρ] υμναί broad-based rocks, prob. in E.Antiop.p.21 A.: [comp] Sup.πρυμνότατος Od.17.463
; cf. πρύμνα, πρυμνόν; Hsch. has πρυμνός· κάτωθεν βαρύς, ἢ πλοῦτος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνός
-
26 σκέλος
A leg from the hip downwards, only once in Hom., πρυμνὸν σκέλος the ham or buttock, Il.16.314;κάμηλος ἐν τοῖσι ὀπισθίοισι σ. ἔχει τέσσερας μηροὺς καὶ γούνατα τέσσερα Hdt.3.103
, cf. 7.61,88; , cf. Arist.HA 494a4; of dancers, τὸ σ. ῥίψαντες, αἴρειν, Ar. Pax 332, Ec. 265;σ. οὐράνιον ἐκλακτίζων Id.V. 1492
, cf. 1526; οὐρανῷ σκέλη προφαίνων, of one thrown head foremost, S.El. 753; βαδιοῦνται ἐπὶ δυοῖν σκελοῖν, ἐφ' ἑνὸς πορεύσονται σκέλους, Pl.Smp. 190d; ὁ δεινός, ὁ ταλαύρινος, ὁ κατὰ τοῖν σκελοῖν he with the legs, the strider, Ar. Pax 241 (but expld. by Sch. ἀπὸ τῶν διὰ δειλίαν ἀποτιλώντων, cf. Men. Per.18); dual, ,al., cf. Luc.Tim.26, Anach. 1; σκέλε (i.e. prob. σκέλει)δύο IG22.1388.24
, cf. 1502.5; but σκέλη (pl.) δύο in [dialect] Att. Inscrr. from 390 B.C., ib.1425.15, cf. 57, etc.; and soτὰ σ. Luc.Ind.9
: sg., leg of sacrificial victim, IG12.190.32, al.,42(1).40.10 (Epid., v B.C.).2 as a military phrase, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, retreat with the face towards the enemy, retire leisurely, E.Ph. 1400, Ar.Av. 383; cf.πούς 1.6b
.3 κατὰ σκέλος βαδίζειν, of the lion and the camel, with the hind foot following the fore on the same side (not crosswise), Arist.HA 498b7, cf. 629b14.4 παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ it meets one across, i.e. crosses one's path, thwarts one, Arr.Epict.2.12.2 (v.l. π. μέλος).II metaph., τὰ σ. the legs, i.e. the two long walls connecting Athens with Piraeus, Str.9.1.15, Plu.Cim.13; τὰ μακρὰ ς. D.S.13.107, Plu.Lys.14; of the long walls between Megara and Nisaea, τὰ Μεγαρικὰ ς. Ar.Lys. 1170; between Corinth and Lechaeum, Str.8.6.22.b side-wall of a temple, SIG 247 K1 iii 3, 11 (Delph., iv B.C.); of other structures, PPetr.3p.88 (iii B.C.), etc.3 tails of a surgical bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.5; of the ends of the Persian head-dress, Plu.2.820d. -
27 σκιόπρυμνον
σκῐό-πρυμνον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκιόπρυμνον
-
28 ἀργυρόπρυμνον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόπρυμνον
-
29 ὀρέγω
ὀρέγω, Od.17.366, E.Ph. 1710 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. and later Prose, Hdt. 2.2, Arist.HA 497b27, etc.: [tense] impf.Aὤρεγον Pi.P.4.240
, App.BC4.126 : [tense] fut.ὀρέξω Il.13.327
, E.Med. 902 : [tense] aor.ὤρεξα Il.23.406
, Trag. (S.OC 846, etc.), and sts. in Prose, Pl.Phd. 117b, X.An.7.3.29:—[voice] Med. and [voice] Pass., Il.24.506, Th.2.65, etc.: [tense] fut. , Pl.R. 486a ([etym.] ἐπ-): [tense] aor.ὠρεξάμην Il.23.99
, E.HF16, etc.: rare in Prose, X.Mem.1.2.15 ; also ὠρέχθην ib.16, Ages.1.4, Smp.8.35, Hp.Ep.17, Epicur.Sent.7, Fr. 187, as well as in E. (Hel. 1238 ) (not in Hom.): [tense] pf.ὤρεγμαι Hp.Oss.18
; redupl. [ per.] 3pl. ὀρωρέχαται, [tense] plpf. -έχατο, Il.16.834, 11.26.—Cf. ὀρέγνυμι, ὀριγνάομαι :—reach, stretch, stretch out,χεῖρ' ὀρέγων Od.17.366
;εἰς οὐρανόν Il.15.371
, Od.9.527 ; χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας, in entreaty, 12.257, cf. Plu.Cam.36 ;μοι.. λεχέων ἐκ χεῖρας ὄρεξας Il.24.743
;πρός τινα Pi. P.4.240
, cf. S.OC 846, etc. ; Ὅμηρον.., ἐφ' ὃν πᾶσαι χεῖρ' ὀρέγουσι πόλεις, to claim him, APl.4.294.2 reach out, hold out, hand, give,κοτύλην καὶ πύρνον Od.15.312
;δέπας Il.24.102
; , cf. 17.453, Hes.Th. 433 ;ἠέ τῳ εὖχος ὀρέξομεν, ἦέ τις ἡμῖν Il.12.328
, cf. S.Ph. 1203 (lyr.);ὀ. πλοῦτόν τινι Pi.P.3.110
;τέλος ἔμπεδον Id.N.7.58
;ὤρεξε τὴν κύλικα τῷ Σωκράτει Pl.Phd. 117b
; later βοήθειαν ὀρέξαι τοῖς ἀδικουμένοις extend help, POxy.902.11 (v A.D.).II [voice] Med. and [voice] Pass.,1 abs., stretch oneself out, stretch forth one's hand, Od.21.53 ;ἀνδρὸς.. ποτὶ στόμα χεῖρ' ὀρέγεσθαι Il.24.506
(but having lent a helping hand,Epigr.Gr.
448.4 ([place name] Syria));ὀρεξαμένη ἀπὸ δίφρου Hes.Sc. 456
; ὠρέξατο χερσὶ φίλῃσι, χειρὶ σκαιῇ, Il.23.99, Hes.Th. 178 ; ἔγχει ὀρεξάσθω let him lunge with the spear (from the chariot), Il.4.307 ;πρόσθεν Ἄρης ὠρέξαθ' ὑπὲρ ζυγὸν.. ἔγχεϊ χαλκείῳ 5.851
; ποσσὶν ὀρωρέχαται πολεμίζειν, of horses, they galloped to the fight, 16.834; ὀρέξατ' ἰών he stretched himself as he went, i.e. made a stride, 13.20 ; ὀρωρέχατο προτὶ δειρήν were stretched out towards the neck, 11.26 ; of fish, rise at the bait,καί τις τῶν τραφερῶν ὠρέξατο Theoc. 21.44
; for A.Ag. 1111, v. ὄρεγμα 1.1.2 c. gen., reach at or to a thing, grasp at, οὗ παιδὸς ὀρέξατο he reached out to his child, Il.6.466, cf. Od.11.392 ; in a hostile sense, aim at, assail, hit, τοῦ δ' ἀντίθεος Θρασυμήδης ἔφθη ὀρεξάμενος.. ὦμον hit him first on the shoulder, Il.16.322 ; ib. 314, a gen. pers. must be supplied, ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος; so in 23.805 ὁππότερός κε φθῇσιν ὀρεξάμενος χρόα καλόν;δηΐων ὀρέγοιτ' ἐγγύθεν ἱστάμενος Tyrt.12.12
; also of a suppliant, τί χρῆμα θηρῶσ' ἱκέτις ὠρέχθης ἐμοῦ; E.Hel. 1238.b metaph., reach after, grasp at, yearn for, ;τῶν μεγίστων Id.Fr. 240
;ἀπεόντων Democr.202
;ζωῆς Id.205
: freq. in [dialect] Att. Prose, Antipho 2.2.12, Th.3.42, Pl.R. 439b, 485d, etc.;ὀ. τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι Th.2.65
: so c. inf.,πόλιν ὠρέξατ' οἰκεῖν E.HF16
;ὀ. τοιοῦτος γενέσθαι Pl. Prt. 326a
;οὐδέποτε ὠρέχθην τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν Epicur.Fr. 187
: also, abs., yearn, desire,πάσῃσιν ὀρέξαιτο πραπίδεσσιν Emp.129.4
;θυμὸς ὀρέξατο γηθοσύνῃσιν A.R.2.878
;ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν Arist.EN 1113a12
; cf. ὀρεκτός, ὄρεξις.3 c. acc., σῖτόν τ' ὄρεξαι take food, E.Or. 303 (v.l. σίτων); αἰώρημα διὰ δέρης ὀρέξομαι I will put the noose on my neck, Id.Hel. 353 (lyr.). -
30 σκέλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > σκέλος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πρυμνόν — lower part neut nom/voc/acc sg πρυμνός hindmost masc acc sg (epic) πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνόν — τὸ, Α βλ. πρυμνός … Dictionary of Greek
πρυμνοῖο — πρυμνόν lower part neut gen sg (epic) πρυμνός hindmost masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνοῖς — πρυμνόν lower part neut dat pl πρυμνός hindmost masc/neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνοῖσι — πρυμνόν lower part neut dat pl (epic ionic aeolic) πρυμνός hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνοῖσιν — πρυμνόν lower part neut dat pl (epic ionic aeolic) πρυμνός hindmost masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνά — πρυμνόν lower part neut nom/voc/acc pl πρυμνός hindmost neut nom/voc/acc pl (epic) πρυμνά̱ , πρυμνός hindmost fem nom/voc/acc dual (epic) πρυμνά̱ , πρυμνός hindmost fem nom/voc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνῷ — πρυμνόν lower part neut dat sg πρυμνός hindmost masc/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνώ — πρυμνόν lower part neut nom/voc/acc dual πρυμνός hindmost masc/neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ichor — Pour l’article homophone, voir Ikor. Dans la mythologie grecque, l ichor (en grec ancien ἰχώρ / ikhốr) est le sang des dieux, différent de celui des mortels. C est, à l origine, un terme médical ionien qui désigne une sérosité, par… … Wikipédia en Français
πρυμνός — ή, όν, Α (επικ. τ.) 1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» το έσχατο τμήμα τού βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος» 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν το κατώτατο τμήμα, το άκρο.… … Dictionary of Greek