-
1 προοίμια
προοίμιονopening: neut nom /voc /acc pl -
2 προοίμι'
προοίμια, προοίμιονopening: neut nom /voc /acc pl -
3 προοίμιο(ν)
-
4 προοίμιο(ν)
-
5 προ-οίμιον
προ-οίμιον, τό, Eingang, Anfang, bes. Vorspiel in der Musik (s. οἶμος), Pind. P. 7, 2, ἀγησιχόρων προοιμίων ἀμβολάς 1, 4; auch eine eigene Art kleiner lyrischer Gesänge, die vor einem größern Hymnus angestimmt wurden, τὸ εἰς τὸν Ἀπόλλω προοίμοιν, Plat. Phaed. 60 d; vgl. Thuc. 3, 104 u. Schaef. melet. p. 29. – Und Vorrede, Vorspiel einer Rede, Aesch. Prom. 743; οἰκτροῖς προοιμίοις, Eur. Herc. Fur. 1179, u. öfter; u. in Prosa, προοίμιον πρῶτον ὡς δεῖ τοῠ λόγου λέγεσϑαι ἐν ἀρχῇ, Plat. Phaedr. 266 d, u. öfter; Folgde auch übertr., καταρχὴ καὶ προοίμιον ἔχϑρας, Pol. 23, 2, 15; τὰ προοίμια τῆς ἀρχῆς, der Anfang der Regierung, 26, 5, 8; τῆς μανίας, Luc. abdic. 32. S. auch φροίμιον.
-
6 σπουδάζω
σπουδάζω, fut. σπουδάσομαι Plat. Euthyphr. 3 e, σπουδάσω 2. Petr. 1, 15, eigtl. intrans. sich sputen, eilig, thätig sein, sich emsig womit beschäftigen, eifrig um Etwas bemühen; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις, Soph. O. C. 1145; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις, Eur. I. A. 337; u. pass., πέλας πᾶν ὅ τι σπουδάζεται, Suppl. 761; σπουδαστέον, I. A. 902; Ar. Th. 572; περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσιν ὡς ἔργον ἑαυτῶν, Plat. Rep. I, 330 a, u. öfter; auch c. acc., οὐκ ἄξια πολλῆς σπουδῆς ἐσπούδακεν, Soph. 259 c; u. pass., ὧν ἕνεκα χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ ουδάζεται, Rep. VI, 485 e; πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, Lys. 219 e; προοίμια ϑαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, ausgearbeitet, Legg. IV, 722 d; vgl. τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα καὶ ποτά, sorgfältig zubereitet, Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἐπί τινι, Mem. 1, 3, 11, wie ἐπὶμικροῖς Isocr. 4, 171; περὶ τὰ ὅμοια ἐσπουδακώς, Luc. Nigr. 6; – sich ernstlich womit beschäftigen, ernsthaft sein, mit Ernst sprechen u. handeln, σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῠ σπουδάζειν ἀμελήσας, Ar. Plut. 557; ὅταν οἱ δεσπόται ἐσπουδάκωσι, Ran. 811; σπουδάζει ταῦτα Σωκράτης ἢ παίζει, Plat. Gorg. 481 b, vgl. Phaedr. 234 b u. Lys. 24, 18; ἐφ' οἷς ἐσπούδακε, Plat. Phaedr. 276 b; διὰ ταῠτα προςεπαισάτην τε καὶ οὐκ ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 c; περὶ τούτων ἔπαιζε ἅμα σπουδάζων, Xen. Mem. 1, 3, 7; πρός τινα, ernsthaft mit Einem verhandeln, Cyr. 1, 3, 11; ἐν οἷς διατρίβετε καὶ περὶ ἃ σπουδάζετε, Dem. 6, 4; πρός τινα, Jem. gewogen sein, 21, 4; πρὸς χρημάτων ατῆσιν, 24, 184; ὑπὲρ τῶν δούλων, Aesch. 1, 17. – Mit dem acc. der Person, Einen unterstützen, sich seiner eifrig annehmen, ihn zu befördern suchen, Sp., Plut. oft; τοὺς περὶ αὑτὸν σπουδάζοντας, Isocr. 1, 10; ὲπί τινι, 2, 44; pass. σπουδάζομαι, ich werde geschätzt, man bekümmert sich viel um mich, τὴν Ἀσπασίαν ὑπὸ τοῠ Περικλέους σπουδασϑῆναι, Plut. Pericl. 24, vgl. Alex. 53.
-
7 νόμος
νόμος, ὁ, eigtl. das Zugetheilte, was Einer in Gebrauch genommen, Gebrauch, Herkommen und das dadurch gesetzlich Gewordene, Gesetz, Verordnung; als Lesart Zenodots Odyss. 1, 3, πολλῶν δ' ἀνϑρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω, s. Scholl.; Hes. O. 278. 390 Th. 66. 417; ἐν ϑεῶν νόμοις Pind. P. 2, 43, öfter; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς κρατύνει, Aesch. Prom. 150; νόμῳ πόλεως, Suppl. 383; Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Soph. O. C. 1384; οἳ τούςδ' ἐν ἀνϑρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους 477, öfter; übh. Vorschrift, Regel, φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον τὸ μή 'πιϑυμεῖν περισσὰ δρᾶν, Tr. 613; πειϑαρχεῖν τοῖς δεδογμένοις νόμοις, Ar. Eccl. 762. Die Alten leiteten νόμος, das Gesetz, von νέμειν ab, a suum cuique tribuendo, Cic. Legg. 1, 19. Κατὰ νόμους, den Gesetzen gemäß, Aesch. Suppl. 385; u. so in Prosa überall, οἱ κατὰ νόμον ϑεοί, Plat. Legg. X, 904 a, vgl. III, 684 a, wie παρὰ νόμον, wider das Gesetz, Aesch. Eum. 164; Plat. Tim. 83 e u. Folgde. In Athen hießen bes. Solon's Gesetze νόμοι, vgl. ϑεσμός, u. die folgenden durch Volksbeschluß zum Gesetz erhobenen Bestimmungen; νόμοι καϑεστῶτες, Ar. Nubb. 1382; κείμενος, Ran. 760; über die in Prosa gew. Verbindungen νόμον τίϑεσϑαι, λύειν u. ä. s. diese Verba; ὁ περὶ τὸν ἔρωτα νόμος, Plat. Conv. 182 a; er setzt oft φύσει – νόμῳ einander entgegen, Prot. 337 c Menex. 245 d; vgl. Her. 4, 39 u. Arist. eth. 1, 3. – Sitte, Brauch; κατὰ νόμους ἀφικτόρων, Aesch. Suppl. 217; Κισσίας νόμοις πολεμιστρίας, Ch. 418; Soph. Ai. 544; Pind. vrbdt φαρμάκων μαλακόχειρα νόμον, N. 3, 53, der Gebrauch der mit weicher Hand aufzulegenden Heilmittel; – oft bei Her., ἐμίσγετό οἱ ού κατὰ νόμον, 1, 61; ἐξαπατᾶν τοὺς εὖ ποιεῦντας νόμος ἐστί οἱ, 1, 90, öfter; ὁ τῶν Σκυϑῶν νόμος, der Scythen Brauch, Plat. Legg. VII, 795 a; νόμῳ καὶ ἔϑει, Crat. 384 d; τετράποδος νόμον, v. l. νόμῳ, Phaedr. 250 e; Sp., οὐ γάρ τοι ϑήρεσσι νόμος, Opp. Cyn. 3, 151; sprichwörtlich νόμος καὶ χώρα, ländlich, sittlich, Zenob. 5, 25; – χειρῶν νόμος, Faust- od. Gewaltrecht, Kriegsrecht, ἐς χειρῶν νόμον ἀπικέσϑαι, d. i. handgemein werden, Her. 9, 48; ἐν χειρῶν νόμῳ ἀπόλλυσϑαι, 8, 89; ἐν χειρῶν νόμῳ καταφϑείρεσϑαι, μεταλλάξαι u. ä. oft Pol. (vgl. χείρ). – In der musikalischen Kunstsprache bedeutet νόμος im Allgemeinen die Tonweise, Harmonie; νόμοι ᾠδῆς, H. h. Apoll. 20; ἐπηλάλαξαν Ἀραὶ τὸν ὀξὺν νόμον, Aesch. Spt. 935; ὀρϑίοις ἐν νόμοις, Ag. 1124, wie Ar. Equ. 1276; κρεκτὸν γοήτων νόμον μεϑήσομεν πόλει, Ch. 809; Ar. Pax 1160; νόμοι κιϑαρῳδικοί, Ran. 1280; Ὀλύμπου, Equ. 9, öfter; ὥςπερ τοῦ τῆς Αϑηναίας νόμου προαύλιον, Plat. Crat. 417 e; κιϑαρῳδικῆς ᾠδῆς λεγομένων νόμων προοίμια, Legg. IV, 722 d; πολεμικοί, Thuc. 5, 69; καὶ ἅμα ἐχόρευον νόμῳ τινὶ ᾄδοντες, Xen. An. 5, 4, 17; Sp., wie Pol. 4, 20, 9; Arist. probl. 19, 28; nach Schol. Ar. Equ. 9 bes. οἱ εἰς ϑεοὺς ὕμνοι. Bes. hieß so eine mit dem Dithyrambus verwandte alte Liederart, die zur Cither od. Flöte einer Gottheit, bes. dem Apollo zu Ehren angestimmt wurde.
-
8 ἀγησί-χορα
ἀγησί-χορα προοίμια, Pind. P. 1, 4, chorführende Gesange.
-
9 ἀνα-κίνησις
ἀνα-κίνησις, ἡ, das Erheben u. Bewegen der Arme, als Vorübung zum Faustkampfe, dah. übh. Vorübung, προοίμια καὶ σχεδὸν οἷόν τινες ἀνακινήσεις Plat. Legg. IV, 722 d; Aufregung, φρενῶν Soph. O. R. 727.
-
10 αγησιχορος
-
11 ανακινησις
- εως ἥ1) возбуждение, волнение(φρενῶν Soph.)
2) ( у борцов) разминка, зарядка(προοίμια καὴ ἀνακινήσεις Plat.)
-
12 περιφερης
21) вращающийся, блуждающий(ὀφθαλμοί Luc.)
2) круглый, в форме окружности(σχῆμα Plat.)
3) шарообразный, сферический(γῆ Plat.)
4) перен. закругленный, законченный(προοίμια Arst.)
5) изгибающийся, витой, кривой(στίβος Eur.)
6) окруженный, окаймленныйδῶμα περιφερὲς θριγκοῖς Eur. — дом, обнесенный зубчатой стеной
-
13 προοιμιον
атт. стяж. φροίμιον τό1) вступление, введениеπροοίμιον πρῶτον ὡς δεῖ τοῦ λόγου λέγεσθαι ἐν ἀρχῇ Plat. — вступление (есть) первое, что следует сказать в начале речи
2) вступительная песнь, прелюдия(ἀγησίχορα προοίμια Pind.)
3) хвалебная песнь, гимн(τὸ εἰς τὸν Ἀπόλλω π. Plat.)
4) начало(καταρχέ καὴ π. ἔχθρας Polyb.; τῆς μανίας Luc.)
-
14 δημηγορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορικός
-
15 περιστατικός
A of or in critical circumstances, τὰ π. πράγματα, = περιστάσεις, critical circumstances, Plu.2.169c, cf. Heliod. in EN103.17 ;π. ἐνοχλήσεις Alex.Aphr. in Top.255.26
.2 dependent on circumstances,καθήκοντα Stoic.3.135
;ἐνέργειαι Plot.1.4.13
; precarious,διαγωγὴ τοῦ βίου Max.Tyr.36.4
. Adv. - κῶς according to circumstances,ἐνεργεῖν Plot.1.2.7
.4 Rhet., concerned with the circumstances of a case,προοίμια Corn.Rh.p.354
H.; μόρια Men.Rh.p.366 S.; τὰ ὑποκείμενα τῷ διαλόγῳ π. Procl.in Prm.p.482 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιστατικός
-
16 περιφερής
περιφερ-ής, ές,A revolving, ὢν δὲ π. (sc. ὁ ἐνιαυτὸς)τελευτὴν οὐδεμίαν οὐδ' ἀρχὴν ἔχει Hermipp.4
; π. ὀφθαλμοί rolling eyes, Luc.JTr.30.a of surfaces and lines,ἄκρον Hp.Art.7
;π. κύρτωμα Id.Epid.1.26
.α'; κύλικες Pherecr.143.5
;ἀσπίδες Ael.Tact.2.7
; τὰ στρογγύλα τε καὶ π. Hp.VC11; opp. εὐθύς, Pl.Prm. 137e, 138a, Arist.Ph. 248a12, al.; τὸ π. circularity, Id.AP0.73a39; but, circumference, Pl.R. 436e, Dsc.3.6, 48. Adv. - ρῶς in a rounded shape, Procl.Hyp.3.6.b of bodies, spherical, globular, Democr.164, Pl.Phd. 108e, Smp. 190b;π. τὸ σχῆμα τῆς γῆς Arist.Cael. 298a7
;π. σχηματισμός Epicur.Ep.2p.50U.
; [ σώματα] Phld.Mort.8 ([comp] Sup.); π. στέγαι domed, Demetr.Eloc. 13.c metaph., of style, rounded, D.H.Comp.22;τὰ στρογγύλα καὶ τὰ π. προοίμια Id.Rh.10.13
.3 Adv. - ρῶς in a circle, Hero *Deff.5.2 Adv. - ρῶς disposed in a circle, Dsc.4.169.IV cf. Περφερέες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφερής
-
17 πρόκειμαι
A to be set before one, ὀνείαθ' ἑτοῖμα προκείμενα the meats laid ready, Il.9.91, al.; π. δαίς, δεῖπνον, Hdt.1.211, 5.105;τὰ π. ἀγαθά Id.9.82
; ἄρτοι προκείμενοι shew-bread, LXX Ex.39.18 (36); τράπεζα π. ib.38.9 (37.10).2 lie exposed,ὁρέω παιδίον προκείμενον Hdt.1.111
; of a tuft of wool, S.Tr. 702; ἄτιμος ὧδε πρόκειμαι, says Ajax of himself, Id.Aj. 427 (lyr.), cf. E.Tr. 1179;νομίζετε τὸν παῖδα τουτονὶ ἱκετηρίαν ὑμῖν προκεῖσθαι D.43.83
; esp. lie dead, A.Th. 964 (lyr.), S.Aj. 1059; προκείμενον νέκυν laid out for burial, E.Alc. 1012, cf. S.Ant. 1101, Ar.Ec. 537, Av. 474, Antipho 6.34, Luc.Luct.12; opp. ἐξενεχθείς, Lys.Fr.23 (also, to be buried first, IGRom.4.735 ([place name] Eumenia), MAMA4.357 (ibid., iii A.D.)): metaph., πρὸς ὕβριν π. to be exposed to.., D.S.33.15 (dub.l.).3 to be set before competitors, as the prize of a contest,τοῖσι.. προὔκειτο μέγας τρίπος Hes.Sc. 312
: hence,b metaph., to be set before one, proposed, γνῶμαι τρεῖς προεκέατο three opinions were set forth, Hdt.3.83, cf. 7.16.α'; τοσούτων πέρι σκέψις πρόκειτα Pl.R. 533e
, cf. Phdr. 237c; π. τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον is proposed as a mark, Arist. Rh. 1362a17; ἡ προκειμένη ξυμμαγία the alliance which naturally offers, Th.1.35; freq. of contests,πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ π. Pl.Phdr. 247b
, cf.La. 182a;καταγέλαστον.., ὃ πάλαι πρόκειται, τοῦτο πάλιν προτιθέναι Id.Euthd. 279d
; to be extant,προοίμια π. Id.Lg. 722e
; freq. in part., ὁ προκείμενος ἄεθλος the task set, Hdt.1.126, 4.10, cf. A.Pr. 259, 755;ἀγῶνος μεγίστου π. Hdt.9.60
;ἆθλα π. Lys.1.47
, X.Cyr.2.3.2, etc.;τὸν π. πόνον E.Alc. 1149
;ἔχειν ἔργον π. Pl.R. 407a
; τὰ προκείμενα, opp. μέλλοντα, S.Ant. 1334, cf. E.Rh. 984; soξυμφορᾶς προκειμένης Id.Alc. 551
; τὸ π. ἐν τῷ λόγῳ or τὸ π., the question under discussion, Pl.Grg. 457d, La. 184c, etc.; τὸ π. πρῆγμα the matter in hand, Hdt. 1.207: impers., περὶ σωτηρίας προκειμένου when the question is concerning safety, Ar.Ec. 401;πρόκειται ἡμῖν ζητεῖν Luc.Par.54
, cf. D.H. Rh.7.5.4 to be set forth, settled, prescribed, appointed, (lyr.);π. σημήϊα Hdt.2.38
; αἱ προκείμεναι ἡμέραι the prescribed days, ib.87; ;ἀναγκαίη π. Id.1.11
; τὸ θανεῖν.. πᾶσι πρόκειται prob. in IG12(1).146 ([place name] Rhodes); of laws,νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς π. S.Ant. 481
; of punishments,στέρεσθαι κρατὸς ἦν προκείμενον A.Pers. 371
;φόνον π. δημόλευστον S.Ant.36
;πολλῶν [ἁμαρτημάτων] θανάτου ζημίαι π. Th.3.45
.II lie before, lie in front of, c. gen., projecting further than,Hdt.
2.12, cf. 4.99; ᾗ (ᾧ codd.) προὔκειτο μαστῶν περονίς where was set a brooch before her breasts, S.Tr. 925;πρὸ τῶν ἀνθρώπων π. τὰ παραφράγματα Pl.R. 514b
;Ἐφέσου τεὰ τόξα πρόκειται Call.Dian. 258
;οἱ προκείμενοι τῶν στοῶν πύργοι Plb.1.48.2
: abs., of a cape, island, etc.,ἐν τῇ θαλάττῃ π. χωρίον X.An.6.4.3
;τὰ προκείμενα τῆς χώρας ὄρη Id.Mem. 3.5.27
;παρὰ ἤπειρον νῆσος π. Id.Ath.2.13
, etc.III precede, γράμμα π. an initial letter, AP11.426; ἐν τοῖς π. in the preceding pages, A.D.Synt. 138.4; ὡς πρόκειται ib.32.17, freq. in Pap., POxy.271.15 (i A. D.), etc.; προκείμενον a preceding word, A.D.Pron.39.25, al.; χρόνος ὁ προκείμενος date as above, PTeb.397.34 (ii A. D.); τοῦ π. ἔτους in the aforesaid year, PAmh.50.11 (ii B.C.);ἡ π. βοτάνη
above-mentioned,PMag.Par.
1.779, cf. Gal.12.455 (but οἱ π. θεοί represented on this monument, OGI663.2 (Egypt, i A. D.)).2 τὸ π. αὐτοῦ μόριον from which it is derived (ὥς from ὅς), A.D.Adv.171.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόκειμαι
-
18 σπουδάζω
A- άσομαι Pl. Euthphr.3e
, D.21.213, later- άσω Plb.3.5.8
, D.S.1.58, etc.: [tense] aor. , Pl.Phd. 114e: [tense] pf. , Pl.Phdr. 236b, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. v. supr.:—[voice] Pass., [tense] fut.σπουδασθήσομαι Ael. NA4.13
: [tense] aor.ἐσπουδάσθην Str.17.3.15
, Plu.Per.24: [tense] pf.ἐσπούδασμαι Pl.Ly. 219e
(v. infr.):I intr.,I to be busy, eager to do a thing, c. inf., S.OC 1143, E.Hec. 817, Pl.Euthd. 293a, etc.; σπούδασον ἐλθεῖν.. ταχέως make haste.., 2 Ep.Ti.4.9; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν wast eager to rule, E.IA 337 (troch.): c. part.,ἐσπ. διδάσκων X.Oec.9.1
: freq. σ. περί τινος or τι, Id.Mem.1.3.8, Pl.R. 330c, etc.;ὑπέρ τινος D.59.77
;εἰς τὰ σά Id.21.195
;πρός τι Id.22.76
;ἐπί τισι X.Mem.1.3.11
, cf. D.21.2: c. dat.,σ. γάμῳ Aristaenet.2.3
; σ. ὅπως.. endeavour that.., D.43.12, SIG312.10 (Samos, iv B.C.): abs., ἐσπουδακυῖα in haste, hurriedly, Ar.Th. 572; ἐσπουδακώς eagerly, Men.562.b c. acc. et inf.,σπουδάσαντες τοῦτ' αὐτοῖς παραγενέσθαι Pl.Alc.2.141d
, cf. 2 Ep.Pet.1.15, BGU1080.14 (iii A.D.), etc.2 of persons, σ. πρός τινα pay him serious attention, Pl.Grg. 510c, etc.;εἴς τινα AP9.422
(Apollonid.); σ. περί τινα to be anxious for his success, Isoc.1.10, X.Cyr.5.4.13, etc. (distd. fr. πρός τινα by Luc.Sol.10);περί τινος X.Lac.4.1
;ὑπὲρ τῶν οἰκετῶν Aeschin.1.17
;ὑπέρ τινος D.21.213
, etc.; σ. τινί be a partisan or backer of, Plu.Art.21, Arr.Epict.1.11.27, PGiss.71.6 (ii A.D.);ἀπό τινος Philostr.VS2.27.6
.3 to be serious or earnest, Ar.Ra. 813; opp. σκώπτειν καὶ κωμῳδεῖν, Id.Pl. 557; freq. in Pl., σπουδάζει ταῦτα ἢ παίζει; Grg. 481b, etc.; ἐσπούδακας, ὅτι ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; did you take it seriously, that I..? Phdr. 236b; ; ἐσπουδάκατον they have worked hard, Ar.V. 694; μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ with a very grave face, X.Smp.2.17.II trans.,1 c. acc. rei, do anything hastily or earnestly, be earnest about, ;τὰς περὶ τὸ μανθάνειν ἡδονάς Pl.Phd. 114e
, etc.; opp. παρέργοις χρῆσθαι, Id.Euthd. 273d, cf. Ti. 21c;τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα X.Smp.8.17
;σ. τοῦτο, ὅπως.. Id.Eq.11.10
:—[voice] Pass., σπουδάζεταί τι is zealously pursued, πᾶν ὅ τι ς. E.Supp. 761;σ. ἀγών X.Lac.10.3
; χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης ς. Pl.R. 485e; ἡ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι.. ἔλαθεν because it was not taken up seriously, Arist.Po. 1449b1; οὐ πάνυ σπουδάζεται ὑπ' αὐτῶν is not much valued, Luc.Cont.11: esp. freq. in [tense] pf. part.,πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη Pl.Ly. 219e
; προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα elaborately worked up, Id.Lg. 722e, cf. 659e; so τὰ μάλιστα ἐσπ. σῖτα καὶ ποτά the choicest, X.Cyr.4.2.38; τὰ ἐσπ., of writing tablets, the best quality, Thphr.HP 3.9.7 (also κλίνας καὶ δίφρους καὶ τὰ ἄλλα τὰ σπουδαζόμενα ib.5.3.2); εἰ ταῦτ' ἐσπουδασμένα ἐν γράμμασιν ἐτέθη if those pains were seriously bestowed on letters, Pl.Ep. 344c;αἱ ἐσπουδασμέναι παιδιαί Arist.Rh. 1371a3
, cf. Pol. 1336a34.2 [voice] Pass., of persons, to be treated with respect, opp. καταφρονεῖσθαι, Id.Rh. 1380a26; to be courted, Str.17.3.15, Plu.Them.5, D.L.5.75; of women, Plu.Cim.4, Art.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδάζω
-
19 συνεορτάζω
A join in keeping festival, D.S.4.4, CIG2820.19 ([place name] Aphrodisias), POxy.1025.12 (iii A.D.); ἡμῖν with us, Plu.2.666d, cf. Arr. Epict.4.1.104; (Cyzic., i A.D.);σ. γάμους τινί D.C.59.8
;τὰ προοίμια τῆς παλιρροίας Them. Or.14.181a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεορτάζω
-
20 ἀγησίχορος
ἀγησί-χορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγησίχορος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προοίμια — προοίμιον opening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προοίμι' — προοίμια , προοίμιον opening neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιάνακτες — ἀμφιάνακτες, οι (Α) σκωπτική ονομασία τών διθυραμβοποιών, γιατί στα προοίμια τών διθυράμβων τους συνήθως άρχιζαν με τη φράση «ἀμφί μοι αὖθις ἄνακτα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶ * + ἄναξ, ἄνακτος. ΠΑΡ. ἀμφιανακτίζω] … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« … Dictionary of Greek
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… … Dictionary of Greek
Καρζής, Λίνος — (1897 – 1978). Λογοτέχνης και σκηνοθέτης του θεάτρου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ιστορία της λογοτεχνίας στη Σορβόνη. Το 1931 ίδρυσε τον Θυμελικό θίασο, στον οποίο ήταν διευθυντής, σκηνοθέτης και χορογράφος και με τον οποίο… … Dictionary of Greek
Κριτίας — (περ. 460 – 403 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, ποιητής και φιλόσοφος. Γόνος παλαιάς οικογένειας ευγενών, μαθητής των σοφιστών και του Σωκράτη, αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας και το 415 φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα, επειδή… … Dictionary of Greek
Μεραναίος, Κωστής — (Λιβαδειά 1913 – 1986). Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες αθηναϊκές εφημερίδες και περιοδικά, ενώ εργάστηκε αρκετά χρόνια και στην ΕΙΡΤ ως… … Dictionary of Greek