-
1 ἀγησίχορος
ἀγησί-χορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγησίχορος
-
2 ἀγησίχορος,
-
3 αγησιχορος
См. также в других словарях:
φιλόχορος — Έλληνας χρονικογράφος του 3ου 4ου αι. π.Χ. Ήταν γιος του Κύκνου από την Αθήνα, μάντης και ιεροσκόπος. Έγραψε ιστορία με τον τίτλο Ατθίς. Εξαιτίας της φιλίας του με τον Πτολεμαίο B’, θανατώθηκε με διαταγή του Αντιγόνου Γονατά. Η Ατθίς… … Dictionary of Greek
αγησίχορος — ἀγησίχορος, ον (Α) αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα… … Dictionary of Greek